ημερολόγιο καραντίνας/μέρες ευπάθειας 1

Πεθαίνουν μόνοι. Εγώ όμως θυμάμαι πως την μέρα που πέθανε η γιαγιά μου, βάλαμε το φέρετρο στην μέση του σαλονιού της και καθίσμαμε όλοι γύρω του. Και μείς και οι φίλοι και οι πιο μακρινοί συγγενείς και οι γείτονες, όλοι γύρω της. Και η μάνα μου της φιλούσε κάθε λεπτό το μέτωπο. Το φιλούσε μέχρι να έρθει το χάραμα. Αυτό είναι το κατόρθωμα της ανθρωπότητας; Γι’αυτό διάνυσε η ιστορία όλο αυτό το δρόμο; Για να μην μπορούμε να φιλήσουμε τον πεθαμένο μας στο μέτωπο; Εδώ θελαμε να φτάσουμε προκειμένου να μην μείνουμε πίσω;

images
Back to top

“Θα πεθάνει πολύς κόσμος”. Βιταμίνη σί, τζίντζερ και ρίγανη. Και λιγότερο στρές. Το στρές αποδυναμώνει το ανοσοποιητικό. Το φρικτό είναι πως πεθαίνεις μόνος. Δεν μπορείς καν να αποχαιρετήσεις τους δικούς σου. Μόνο με τηλεκλήση. Καμία αφή. Κανένα άγγιγμα. Βιταμίνη σί, να κρατάς τον οργανισμό σου υγιή. Και λιγότερο κάπνισμα. Ο ιός χτυπά στους πνεύμονες. Δεν μπορείς να αναπνεύσεις. Εκατοντάδες άνθρωποι πεθαίνουν καθημερινά. Ακόμα και τώρα που γράφω αυτές τις γραμμές. Τρομάζω που τις γράφω. Και ύστερα χαίρομαι που μπορώ τουλάχιστον και τις γράφω. “Θα πεθάνει πολύ κόσμος”. Ο κολλητός μου με παίρνει τηλέφωνο και στον επιλόγο μου επαναλαμβάνει αυτή την φράση. Προτιμώ τον τηλεφωνικό επίλογο της μάνας μου. “Ο Θεός είναι μεγάλος”. Κάθε μέρα. Αυτό λέει. Ο θεός είναι μεγάλος. Το στρές αποδυναμώνει τον οργανισμό. Ο κολλητός μου στρεσάρεται. Προσπαθεί να μην το δείξει. Έτσι έμαθε. Έτσι μεγάλωσε. Σε κείνη την εποχή. Αυτή την εποχή. Που πρέπει να στρεσάρεσαι. Και να μάθεις να μην το δείχνεις. Να το κρύβεις. Να μάθεις να κρύβεσαι. Για να περάσεις. Για να περάσουμε. Να περάσουμε πού; Κανείς δεν μας είπε πού ακριβώς έπρεπε να περάσουμε. Για να πάμε μπροστά. Να εννοήσουμε το μπροστά. Να μην μείνουμε πίσω. Αυτό που ζούμε τώρα είναι το μπροστά; Αυτό το τρομαχτικό παρών είναι το μπροστά; Βιταμίνη σί και τζίντζερ και θυμάρι. Και δεντρολίβανο. Η Ε επιμένει πώς κάνουν καλό. Πώς η φύση ξερει να σε γιατρεύει. Η φύση μας εκδικείται της λέω. Εκείνη κάνει πως δεν ακούει. Μεγάλωσε μέσα στην φύση. Συνομιλεί με την φύση. Κάθε μέρα συνομιλεί με την φύση. Είναι άνθρωπος περασμένων εποχών η Ε. Σκύβει και κόβει ακόμη μια δέσμη δυόσμο. Να βάζεις στην σαλάτα σου. Κάθε μέρα να βάζεις δύοσμο στην σαλάτα σου, για νάναι μυρωδάτη μου λέει. Και μετά αγκαλιάζει τον εαυτό της, όπως θα αγκάλιαζε εμένα, επειδή όμως δεν μπορεί να με αγκαλιάσει, αγκαλιάζει τον εαυτό της, θέλει να μου δείξει πόσο θα ήθελε να μπορούσε να με αγκαλιάσει. Αυτό είναι το μπροστά; Εδώ πασκίζαμε τόσα χρόνια να έρθουμε; Για να μην μείνουμε πίσω; Η ανθρωπότητα έκανε όλο αυτό το δρόμο για νάρθει αυτή η μέρα; Που δεν θα μπορούμε να αγγίζουμε ο ένας τον άλλο; Πεθαίνουν πολλοί άνθρωποι μόνοι. Κάθε μέρα. Ζούμε μια πανδημία. Το επαναλαμβάνω πολλές φορές για να το νιώσω στο πετσί μου. Θα γίνουν κοσμογονικές αλλαγές μου λέει ο Χ, που ξαπλώνει απέναντι μου στον καναπέ και βλέπει το καπνό του τσιγάρου του να ανεβαίνει στο ταβάνι. Δεν μπορεί, λέει ο Χ, τόσοι θανάτοι, δεν μπορεί, μας χρειάζεται μια εξήγηση που να δίνει σε όλο αυτό μια νοηματοδότηση. Ο Γ. τις προάλλες στο τηλέφωνο επέμενε για συνομωσίες. Έστελνε αποδεικτικά βίντεο στο κινητό του Χ. για να τον πείσει πως περί αυτού πρόκειται. Η ζωή μας μοιάζει με κείνες τις ταινίες που βλέπαμε για να τρομάξουμε. Ίσως δεν τρομάξαμε αρκετά. Θάπρεπε να τρομάζαμε περισσότερο. Γιατί δεν τρομάξαμε περισσότερο; Βιταμίνη σί, τζίντερ και ρίγανη. Το μεσημέρι φτιάχνω μακαρόνια του φούρνου και όσο τα μαγειρεύω νιώθω πως είναι Κυριακή. Και πως αν δεν είναι Κυριακή, που δεν είναι Κυριακή, τότε πάει να πει πως συμβαίνουν ήδη κοσμογονικές αλλαγές. Οι Κυριακές δεν θάναι πιά οι Κυριακές που ήξερα. Θα γίνουν κάποιες άλλες. ¨Οπως και οι Δευτέρες. Και οι υπόλοιπες μέρες. Και στον υπόλοιπο κόσμο. Το στρές αποδυναμώνει τον οργανισμό. Γιατί δεν μας το έμαθε κανείς; Είναι δύσκολο να το περνάς μόνη, μου λέει η κολλητή στο τηλέφωνο. Πεθαίνουν μόνοι. Εκατοντάδες ανθρώποι πεθαίνουν καθημερινά μόνοι. Πριν κάτι μέρες έβλεπα ένα τεράστιο στρατιωτικό κομβόι να κουβαλάει φέρετρα από την μια πόλη στην άλλη. Το νεκροταφείο δεν χωρούσε άλλους νεκρούς. Πεθαίνουν μόνοι. Εγώ όμως θυμάμαι πως την μέρα που πέθανε η γιαγιά μου, βάλαμε το φέρετρο στην μέση του σαλονιού της και καθίσμαμε όλοι γύρω του. Και μείς και οι φίλοι και οι πιο μακρινοί συγγενείς και οι γείτονες, όλοι γύρω της. Και η μάνα μου της φιλούσε κάθε λεπτό το μέτωπο και ύστερα έκλαιγε σιγανά. Πρώτα της φιλούσε το μέτωπο και ύστερα έκλαιγε σιγανά ή μπορεί και ταυτόχρονα. Το μέτωπο όμως σίγουρα το φιλούσε. Το φιλούσε μέχρι να έρθει το χάραμα. Δεν κοιμήθηκε καθόλου η μάνα μου. Φιλούσε την γιαγιά μου μέχρι το χάραμα. Έτσι έφυγε η γιαγιά μου και πήγε στο ουρανό. Μαζί με τα φιλιά της μάνας μου. Αυτό είναι το μπροστά; Αυτό είναι το κατόρθωμα της ανθρωπότητας; Γι’αυτό διάνυσε η ιστορία όλο αυτό το δρόμο; Για να μην μπορούμε να φιλήσουμε τον πεθαμένο μας στο μέτωπο; Εδώ θελαμε να φτάσουμε προκειμένου να μην μείνουμε πίσω; Να κρύψουμε ό,τι είναι να κρύψουμε, να κρυφτούμε όσο πιο πολύ μπορούσαμε από τους εαυτούς μας για να μην μείνουμε πίσω; Πίσω ήταν το σαλόνι της γιαγιάς μου με το φέρετρο της στην μέση και με μας όλους καθισμένους γύρω του και την μάνα μου γονατιστή στο πλάι να της φιλάει το μέτωπο κάθε λεπτό μέχρι το χάραμα. Βιταμίνη σι και τζίντζερ και ρίγανη και θυμάρι. Δεν έχω ιδέα πώς θα είναι η επόμενη μέρα, αφού οι Κυριακές δεν είναι οι Κυριακές που ήξερα, ούτε και οι Δευτέρες, ούτε και οι υπόλοιπες μέρες, ούτε και ο υπόλοιπος κόσμος. Ειμαι προτειμασμένη άραγε; Έχω προετοιμαστεί; Κανείς δεν μας έμαθε να προετοιμαζόμαστε. Να αγαπάμε αρκετά ώστε να είμαστε προετοιμασμένοι. Να αγαπιόμαστε αρκετά ώστε να είμαστε προετοιμασμένοι. Και να μιλάμε με την θάλασσα ώστε να είμαστε προετοιμασμένοι. Όπως οι ανθρώποι των άλλων εποχών. Οι ευπαθείς. Αυτοί ξέρουν να μιλούν με την θάλασσα. Ξέρουν και να παρατηρούν τον ήλιο μέχρι να βουτήξει στην θάλασσα. Ξέρουν και πόσο μακρύς θάναι ο ασημένιος διάδρομος που θα σχηματίσει το φεγγάρι απόψε πάνω στην θάλασσα. Αυτοί είναι οι ευπαθείς. Που δεν τους λογαριάζουν οι απαθείς ηγέτες του πλανήτη. Γιατί δεν πρέπει κανείς να μάθει να μιλάει με την θάλασσα, κανείς να μην αγαπάει αρκετά την θάλασσα ώστε να μην αγαπάει κανείς αρκετά, να μην αγαπάει κανείς άπειρα όπως την θάλασσα, να αγαπάς με νούμερα, με υπολογισμούς, ώστε να μπορεί ο υπαρκτός κόσμος να συνεχίσει να υπάρχει μέσα στις ειδήσεις, που ξέρουν να μιλούν μόνο για νούμερα. Ο υπαρκτός κόσμος υπάρχει χάρη στα νούμερα, αυτό είναι το μπροστά; Γι’αυτό αγωνιούσαμε να μην μείνουμε πίσω; Για να χωράμε μέσα σε νούμερα; Βιταμίνη σί, τζιντερ και τίποτα στρές. Διαβάζω ένα βιβλίο. Το είχα διαβάσει ξανά. Τότε το διάβασα αλλιώς. Τώρα όμως είναι αλλιώς. Τώρα όλα είναι αλλιώς. Και τώρα καταλαβαίνω τί εννοεί. Όταν λέει πως “κάποτε θα έρθει η ώρα να γίνουν όλα ακόμα πιο γρήγορα και να μην μείνει τίποτα που να είναι σε θέση να αναγνωρίζει κάτι από τον εαυτό του”. Βιταμίνη σί, τζίντερ, θυμάρι και δεντρολίβανο. Τίποτα τυχαίο. Όλα συνδεδεμένα και αλληλένδετα μεταξύ τους. Σε μια συμπαντική συμμετρία. Έτσι θα έπρεπε να είναι. Δεν είναι όμως. Δεν υπάρχει πια καμία συμμετρία. Εκατοντάδες νεκροί κάθε μέρα. Οι άνθρωποι πεθαίνουν μόνοι. Πότε την χάσαμε αυτή την συμμετρία; Γιατί την χάσαμε αυτή την συμμετρία; Αυτό ήταν το μπροστά; Εδώ έπρεπε ναρθούμε για να μην μείνουμε πίσω; Οι ειδήσεις κάθε μέρα περιγράφουν τον υπαρκτό κόσμο. Το μοναδικό υπαρκτό κόσμο. Πότε ακριβώς έγινε αυτό; Πότε ο μοναδικός υπαρκτός κόσμος έγίνε αυτό που περιγράφουν τώρα οι ειδήσεις; Βιταμίνη σί,τζίντερ, ρίγανη και δεντρολίβανο. Και λιγότερο στρές. Το στρές αποδυναμώνει τον οργανισμό. Δεν μας το έμαθε κανείς. Κανείς δεν ήθελε να το μάθουμε. Δεν υπήρχε κανένα νόημα να το μάθουμε. Γιατί άν το ξέραμε θα μέναμε εκτός του υπαρκτού κόσμου. Βιταμίνη σί. Και θυμάρι. Και δεντρολίβανο. Δεν παρακολουθώ πολύ τα σόσιαλ. Μου φαίνονται το ίδιο θλιβερά με την πραγματικότητα. Ευτυχώς που τα μέτρα με βρήκαν εδώ, σκέφτομαι. Κάθε μέρα αυτό σκέφτομαι. Κάθε λεπτό που περνάει αυτό σκέφτομαι. Πώς ευτυχώς που κλείστηκα εδώ, σ’αυτό το απομακρυσμένο παραθαλάσσιο χωριό της Κύπρου, εδώ είχα δουλειά πριν λίγες βδομάδες, τότε που η ζωή ήταν αλλιώς, πρίν λίγες βδομάδες η ζωή ήταν αλλιώς, πολύ αλλιώς, πότε θα είναι ξανά η ίδια με το αλλιώς, εκείνο το αλλιώς μοιάζει πολύ μακρινό, θυμάμαι πως πριν λίγες βδομάδες καλημερίζαμε ο ένας τον άλλο με αγκαλιές και φιλιά… Και ύστερα στοπ. Cut. Βιταμίνη σί, τζίντζερ και θυμάρι. Και τα ρόδα σταμάτησαν. Έπρεπε να σταματήσουν τα ρόδα. Τα ρόδα έπρεπε να μπούν σε καραντίνα. Κλείστηκαν τα ρόδα σε καραντίνα. Ολόκληρες κοιλάδες από ρόδα σε καραντίνα. Βιταμίνη σί, τζίντερ και ρόδα σε καραντίνα. Ευτυχώς όμως που με βρήκε εδώ η καραντίνα. Κοντά στην θάλασσα. Με ανθρώπους περασμένων εποχών. Τώρα τους αποκαλούνε αλλιώς. Στην νέα ζωή έχουν άλλο όνομα. Οι ανθρώποι περασμένων εποχών τώρα έχουν άλλο όνομα. Είναι οι λεγόμενοι ευπαθείς. Κινδυνεύουν περισσότερο. Είναι οι ευπαθείς. Ποιός πραγματικά δεν είναι ευπαθής σκέφτομαι. Αυτοί κινδυνεύουν όντως περισσότερο. Ευπαθείς όμως είμαστε όλοι μας. Μόνο που εμάς δεν μας το είπε κανείς. Κι’αν μας το ψιθύρισε κάποιος κάποια στιγμή έπρεπε να το κρύψουμε. Να κρυφτούμε για να περάσουμε. Να μην μείνουμε πίσω. Βιταμίνη σί, θυμάρι και ρίγανη. Και λιγότερο στρές. Η γειτόνισσα εδώ παρα έξω ανήκει στους ευπαθείς. Κάθεται στο μπαλκόνι όπως κάνουν οι άνθρωποι των περασμένων εποχών και κοιτάζει την κίνηση στους δρόμους ανάμεσα σε γλάστρες από γεράνια. Και ύστερα μπαίνει μέσα και φτιάχνει γλυκό του κουταλιού. Επιμένει να το φτιάχνει για κείνη την Κυριακή που θα έρθουν τα εγγόνια της να την δούνε. Όποτε κι’αν είναι εκείνη η Κυριακή. Ελπίζει σε κείνη την Κυριακή. Έτσι έμαθε. Έτσι μεγάλωσε. Να ελπίζει στις Κυριακές. Να ελπίζει τις Κυριακές. Τώρα κάθεται και βλέπει τον δρόμο. Και δεν έχει καμία σημασία που δεν κουνιέται φύλλο. Αυτή έμαθε πώς έτσι είναι, ένας κύκλος, και κάποια στιγμή καθώς γυρίζει αυτός ο κύκλος τα φύλλα σταματούν να κουνιούνται. Βιταμίνι σί κάθε πρωί. Η Ε. μου έδωσε προχθές ένα βάζο με γλυκό πορτοκαλιού. Δεν είχα ξαναφάει γλυκό πορτοκάλι. Σκέφτομαι πώς τώρα το γλυκό πορτοκαλιού θα είναι πάντα συνδεδομένο στο μυαλό μου με την εποχή της πανδημίας. Μαζί με την βιταμίνη σί. Και την ρίγανη. Και το θυμάρι. Θα πεθάνουν πολλοί ανθρώποι. Οι άνθρωποι πεθαίνουν μόνοι. Βιταμίνη σί και λιγότερο στρές. Ευτυχώς που με βρήκαν εδώ τα μέτρα. Με τους ανθρώπους περασμένων εποχών. Και με την θάλασσα. Και το γλυκό του κουταλιού. Που μου θυμίζει την γιαγιά μου. Και την μέρα που πέθανε. Και το φέρετρο που ήτανε στο μέσο του σαλονιού και εμείς γύρω του, φίλοι, συγγενείς, γείτονες. Και τα φιλιά της μάνας μου στο μέτωπο της. Και τα μάτια της που ήτανε κλειστά αλλά εγώ μπορούσα να δώ το χρώμα τους, το βλέφαρο ήταν σαν διάφανο, ήρεμο σαν διάφανο και γω μπορούσα να δω το χρώμα τους, που ήτανε γαλάζιο, τόσο γαλάζιο όπως την θάλασσα που βλέπω τώρα από μακριά. Σκέφτομαι πως ίσως αύριο πάω μέχρι εκεί. Μέχρι την θάλασσα. Για να της μιλήσω. Να την αγγίξω. Τώρα που κανείς δεν αγγίζει κανένα πρέπει να αγγίξω την θάλασσα. Να μην μου στεγνώσει η αφή. Γιατί ο Θεός είναι μεγάλος. Και ευπαθής. Όπως τους ανθρώπους των περασμένων εποχών. Βιταμίνη σί, τζίντζερ και ρίγανη. Και γλυκό του κουταλιού.

 

Back to top