Γράμμα χωρισμού

Σου χρωστάω ένα ευχαριστώ. Που σε συνάντησα για να βεβαιωθώ πως δεν θα χρειαστεί να σε ξανασυναντήσω.

 

images
Back to top

Τώρα που σου γράφω, ο Μπομπ Μάρλεϊ διερωτάται αν αυτό που νιώθει είναι αγάπη. Τον ακούω από το απέναντι σπίτι και μέσα από το παράθυρό μου βλέπω, ήδη, μια αντρική φιγούρα να χορεύει στο μέσο ενός διαδρόμου. Εγώ, όμως, δεν έχω καμία διάθεση να χορέψω με τις απορίες του Μπομπ. Ούτε και με τις δικές μου απορίες θέλω να χορέψω. Χθες χιόνιζε. Γι’ αυτό σε θυμήθηκα. Επειδή χιόνιζε και συ πάντα μιλούσες για το κρύο. Διερωτώμαι αν πραγματικά μισείς το κρύο ή αν ήταν μια ακόμα αφορμή για να καταριέσαι τη μοίρα σου. Ψέματα. Δεν είναι γι’ αυτό που σε θυμήθηκα. Είναι γιατί τελικά θέλω να σε ευχαριστήσω που βρέθηκες στο δρόμο μου. Δεν ξέρω αν πραγματικά σε αγάπησα, έτσι όπως ήσουνα, με το μεγάλο τατουάζ στην κοιλιά και τα αμάνικα μπλουζάκια, με το άτσαλο περπάτημα και τη μανία σου να καπνίζεις ένα τσιγάρο πάντα πριν κοιμηθείς. Η αλήθεια είναι πως υπήρχαν στιγμές που ένιωθα πως ήταν λιγότερες αν δεν τις ζούσα μαζί σου. Αλλά υπήρχαν κι άλλες, που ένιωθα πως μου τις έκλεβες για να ρουφήξεις τζούρες από το δικό μου οξυγόνο. Τότε δύσκολα ανάπνεα και δεν σε άντεχα. Δεν σε άντεχα που περπατούσες με το κεφάλι σκυφτό την ώρα που γύρω μας πετούσαν λιβελούλες και ο ήλιος έδυε μέσα από εξωτικές μουσικές. Εσύ κοιτούσες τις μεγάλες σου πατούσες και άναβες το φανάρι ακόμα και όταν το φεγγάρι ήταν σχεδόν γεμάτο, εγώ σου ’λεγα «κλείστο, δεν θέλω άλλο φως», εσύ όμως ήθελες να ξέρεις πού πατάς, γιατί δεν είχες ιδέα πού θέλεις να πατήσεις. Μιλούσες συνέχεια. Δεν άντεχες τη σιωπή, ούτε τις μεγάλες παύσεις. Και γω δεν άντεχα να ακούω τη φωνή σου πιο δυνατή από τα κύματα, ήθελα να σου κλείσω το στόμα με τη γροθιά μου, μα τελικά επέλεγα να σου το κλείνω με φιλί, γιατί βαριόμουνα τις εξηγήσεις. Τα βράδια όμως σε συγχωρούσα, ή μάλλον συγχωρούσα τον εαυτό μου που έβρισκε ελκυστικές τις αδυναμίες σου. Η αδυναμία είναι προϋπόθεση της δύναμης έλεγα, και το πρωί σου ’φερνα καφέ στη βεράντα, σκέτο μαύρο, όπως σου άρεσε, άνοιγες το βιβλίο σου και χωνόσουνα στα κεφάλαιά του, ήταν η μόνη ώρα που δεν μιλούσες, κάπνιζες και διάβαζες και γω σε παρατηρούσα και ευχόμουνα να ’ναι τρυφερή η ζωή μαζί σου, γιατί στο βάθος ήξερα πως δεν θα έμενα εκεί για να συμβάλω. Ήσουνα φοβισμένος, γεμάτος τραύματα. Τις νύχτες έβλεπες εφιάλτες, πεταγόσουνα από τα σεντόνια ιδρωμένος και γω υποκρινόμουνα πως δεν ξυπνούσα γιατί δεν ήθελα να μπλέξω με ξένα όνειρα. Δεν ήθελα να μπλέξω μαζί σου. Μα έμπλεξα. Γι’ αυτό και όσες φορές σου έδινα τρυφερότητα ύστερα την έπαιρνα απότομα πίσω, γιατί ήμουνα στο βάθος θυμωμένη που βρέθηκες μπροστά μου την ώρα που είχα  αποφασίσει πως τα πολύπλοκα δεν έχουν καμία γοητεία. Και συ ήσουνα πολύπλοκος, όχι σαν άτομο, μα σαν σύνθεση φόβων, συμπλεγμάτων και καταχωρημένων, σαν άλυτα, προβλημάτων. Μου το ’χε πει και ο Μεξικανός. Εκείνο το απόγευμα που εσένα σε ενοχλούσαν τα κουνούπια και έφυγες άρον-άρον, χωρίς να σε νοιάζει που ο ωκεανός είχε γίνει τόσο ήσυχος, όσο δεν μπορεί κανείς να φανταστεί πως μοιάζει η ησυχία. Εφυγες γιατί ήθελες αντικουνουπικό και τότε ήταν που ο Μεξικανός μου είπε, «οι σχέσεις πρέπει να κυλούν, δεν πρέπει να τις σκουντάς για να κυλήσουν». Και ξαφνικά το ένιωσα. Όπως κοιτούσα τη θάλασσα και τον ουρανό, όπως έσταζαν τα μαλλιά του Μεξικανού νερό στους ώμους του, όπως πετούσαν κάτι ψάρια πάνω από το νερό, όπως ένα μαύρο σκυλί ήθελε να κυλιστεί μέσα στην άμμο… το ένιωσα. Πως για να ’σαι εσύ δίπλα μου είναι εγώ που έχω ακόμη κάτι μέσα μου, φοβισμένο. Και συ ήσουνα αυτή η απόδειξη της δικής μου αδυναμίας. Εκείνο το απόγευμα, θύμωσα, θυμάμαι. Ήθελα να ’ρθω στο δωμάτιο και να πετάξω όλα σου τα ρούχα έξω, να σε διώξω κακήν κακώς και να σου πω πως εμείς τελειώσαμε, δεν πρόκειται να σε ανεχτώ άλλο στο πλάι μου για να μου θυμίζεις πως ακόμα δεν είμαι αρκετά δυνατή, ώστε να μη μου χρειάζεται αυτή η συνάντηση στη ζωή μου. Μα εσύ, την ώρα που ήρθα, καθόσουνα σκεπασμένος με το μπουφάν σου και έγραφες στο ημερολόγιό σου, όπως ένα μικρό παιδί. Μύριζες σαπούνι και είχες τα μαλλιά σου χτενισμένα προς τα πίσω, μου είχες φέρει φρέσκο χυμό πορτοκαλιού να με περιμένει, ενώ έγραφες τις σκέψεις σου σε ένα τετράδιο. Σε αγκάλιασα τρυφερά και σου είπα, «μη φοβάσαι, ό,τι και να γίνει σ’ αυτή τη σχέση, θα βγούμε νικητές. Γιατί δεν συναντηθήκαμε για να αγαπηθούμε. Αλλά για να αγαπήσει ο καθένας τη ζωή του περισσότερο. Μέσα από αυτή τη συνάντηση ο μόνος που θα χάσει είναι ο παλιός φοβισμένος μας εαυτός.» Έτσι σου ’πα, δεν ήμουνα σίγουρη αν κατάλαβες, και ακόμη δεν είμαι. Εγώ όμως σου χρωστάω ένα ευχαριστώ. Που σε συνάντησα για να βεβαιωθώ πως δεν θα χρειαστεί να σε ξανασυναντήσω.

Να ’σαι καλά, λοιπόν. Και να προσέχεις.

Φώτο: Πάνος Κοκκινάς

Back to top