Απολύθηκα έναν Απρίλη

Αυτή η τσαλακωμένη επιστολή και κάθε τέτοια επιστολή, σου χαρίζει την δύναμη να αρχίσεις πια να γράφεις την ζωή σου με τις δικές σου λέξεις και με τα δικά σου σχήματα και με τις δικές σου ζωγραφιές και όχι με τις μολυβιές όσων πιστεύουν πως η πραγματικότητα μπορεί να είναι κάτι λιγότερο από το μεγαλείο της ζωής.

images
Back to top

11.4. 2013. Είχα κλεισμένο τραπέζι στο Ματθαίο για το μεσημέρι. Ήτανε μια απόλυτα ανοιξιάτικη μέρα, «θα πάμε να φάμε στον ήλιο», είπα στην μάνα μου και στον πατέρα μου, «θα σας κανω εγώ το τραπέζι», τους πρόσταξα, ήτανε άλλωστε τα γενέθλια μου, τους χρωστούσα ένα μεσημεριανό, όπως τους χρωστούσα κι’αλλα πολλά που δεν χωρούσαν σε ένα πιάτο με φακές. Ήθελα όμως να φάμε κάτι μαγειρευτό, νάναι δηλαδή από κείνες τις μέρες που όλα μυρίζουνε ζεστασιά σπιτική, όπως μια αγκαλιά που θες νάσαι σίγουρος πως θα την μεταφέρεις και στον επόμενο σου χρόνο.
Λίγο πριν το μεσημέρι δέχτηκα ένα τηλεφώνημα από την γραμματέα του διευθυντή μου. «Έχεις μια επιστολή» μου είπε «νομίζω πως πρέπει νάρθεις τώρα να την παραλάβεις» συμπλήρωσε με ύφος τόσο επιτακτικό, που δεν μου άφηνε κανένα άλλο περιθώριο παρά να μετατρέψω την υποψία σε βεβαιότητα. Η επιστολή ήτανε χειρόγραφη, σε Α4 χαρτί, από κείνα που κόβεις άτσαλα από ένα μεγάλο σημειωματάριο για να γράψεις την λίστα με τα «things to do” της ημέρας. Τσαλακωμένη, με τα γράμματα κεφαλαία και με τις λέξεις να μην υπακούουν στις γραμμές, φανέρωνε ένα άνθρωπο που πάσκιζε, αναμέσα στα κόμματα και στις τελείες του, να κάνει ό,τι περνάει από το χέρι του για να παραμείνει κρυμμένος. Μια πρόταση ήτανε όλη και όλη που επεκτεινότανε σε ολόκληρη την σελίδα και μου γνωστοποιούσε την απόλυση μου.
Έφτασα στο Ματθαίο με ένα τέταρτο καθυστέρηση. Η μάνα μου είχε ήδη παραγγείλει τις σαλάτες και ο πατέρας μου κάπνιζε την πίπα του αφήνοντας τον καπνό να σμίγει με την μυρωδιά του βασιλικού. «Χρόνια σου πολλά» μου είπαν σχεδόν ταυτόχρονα, «νάσαι πάντα γερή Ελενίτσα», μου φώναξε ο Ματθαίος από την κουζίνα. Είχα προαποφασίσει να μην τους το πω, γιατί η μέρα ήτανε για γιορτή και δεν ήθελα να αφήσω τίποτα να νικήσει την γιορτή, ούτε και κείνη την παιδική σχεδόν διάθεση με την οποία χαιρόμουνα κάθε χρόνο τα γενέθλια μου. Δεν ήταν όμως μόνο γι’αυτό. Ήταν και γιατί ήξερα πως εκείνοι δύσκολα θα διαχειρίζονταν το φόβο τους για το δικό μου αύριο, μια ζωή άλλωστε πάλευαν, όπως ήξεραν και μπορούσαν, για νάχω το αύριο μου εξασφαλισμένο, δεν τους περνούσε λοιπόν, ούτε ξυστά από το μυαλό, πως μετά από σχεδόν 20 χρόνια σ’αυτή την δουλειά, θαρχότανε η μέρα όπου μια τσαλακωμένη χειρόγραφη επιστολή θα με μετέφερε ξαφνικά στην ομάδα των ανέργων.

«Καλύτερα να βρεις δουλειά σε μια τράπεζα» επέμενε η μάνα μου μόλις είχα τελειώσει τις σπουδές μου στη νομική. «Εκεί θάσαι εξασφαλισμένη» υπογράμμιζε και φρόντιζε μάλιστα να επαναφέρει το θέμα κάθε φορά που με έβλεπε να δουλεύω ακανόνιστες ώρες και να ταυτίζω σταδιακά την δουλειά με την ζωή, εναποθέτωντας όνειρα, προσδοκίες, συναισθήματα και εμπειρίες μέσα σε τυπωμένες λέξεις. «Δεν είναι μόνο η δουλειά. Δες και λίγο τη ζωή σου» επέμενε με ύφος που μαρτυρούσε όλες τις ανησυχίες της και γω δεν μπορούσα να της εξηγήσω πως γράφοντας ήταν για μένα ο τρόπος να καταλαβαίνω καλύτερα τον εαυτό μου και τον κόσμο. Ο πατέρας μου από την άλλη αισθανόταν πως ήμουνα η δική του προέκταση έστω κι’αν δεν ήθελα να ασχοληθώ με την πολιτική δημοσιογραφία, έστω κι’αν οι δικές του εμπειρίες-τις οποίες μου περιέγραφε συνήθως τα μεσημέρια της Κυριακής- έμοιαζαν περισσότερο με οδηγίες πως να προσέχω από τις κακοτοπιές του χώρου. «Την μόνη εκτίμηση που πρέπει να εμπιστεύεσαι είναι του κόσμου που θα σε διαβάζει» μου έλεγε συχνά-πυκνά και εννοούσε πολύ περισσότερα από όσα χωρούσε αυτή η διαπίστωση.
Φάγαμε φακές και φασόλια και ύστερα μας κέρασε κυπριακό καφέ ο Ματθαίος μαζί με σπιτικό γλυκό. «Θαρθούμε το απόγευμα στο σπίτι σου» μου είπε η μάνα μου λίγο πριν φύγουμε. «Θαρθούμε με την αδελφή σου να φυτέψουμε καινούργια φυτά στην αυλή, αυτό θάναι το δώρο μας για τα γενέθλια σου».
Το απόγευμα η αυλή μου γέμισε από χώμα και μικρά γλαστράκια γεμάτα από χρωματιστά λουλούδια. «Ήρθανε ξανά τα χελιδόνια σου», έκανε σχόλιο η αδελφή μου παρατηρώντας την φωλιά στην ξύλινη σκεπή της αυλής. Ούτε και σε κείνη δεν ήθελα να πω τίποτα, γιατί ήμουνα σίγουρη πως η πρώτη της αντίδραση θάτανε ένα δυνατό κλάμα και δεν ήθελα να ποτιστεί το δώρο που διάλεξε για μένα με τα δάκρυα μιας πίκρας. Όσο η μάνα μου και αδελφή μου φρόντιζαν τα φυτά και συζητούσανε την διαρρύθμιση του κήπου, καθόμουνα με τις φίλες μου στον καναπέ και μιλούσαμε ψυθιριστά για το σοκ της απόλυσης συνειδητοποιώντας πως μπήκαμε ήδη, με ένα τρόπο βίαιο, στην εποχή της αβεβαιότητας, η οποία ακύρωνε με απρόβλεπτες ταχύτητες ό,τι καταχωρούσε ο καθένας μας μέσα του σαν δεδομένο. Έβλεπα στα μάτια τους το φόβο, ένα φόβο που δεν προερχόταν μόνο από την έγνοια τους για το δικό μου αύριο, αλλά και για το δικό τους και αντιλαμβανόμουνα πως στις επόμενες μέρες, ίσως και μήνες, θα έπρεπε να συνηθίσω αυτή την νέα μου «ιδιότητα»: Να αντανακλούνται στο πρόσωπο μου οι φόβοι της εποχής, γιατί ήμουνα πια ένα απτό παράδειγμα τί μπορεί να συμβεί στο καθένα που για χρόνια επένδυε στην δουλειά του και που ποτέ δεν του περνούσε από το μυαλό πως μια καλή πρωία, χωρίς εξήγηση, χωρίς λόγο, χωρίς κάποια αιτία που έχει να κάνει με τις ικανότητες ή με την προσφορά του, θα βρισκόταν έξω από την πόρτα της εταιρείας. Αυτής της εποχής, λοιπόν, όπου υπαγόρευε να επαναπροσδιορίσουμε τις προτεραιότητες μας αλλιώς δύσκολα θα μπορούσαμε να βρούμε την άκρη. Και όχι μόνο την άκρη με τα λεφτά, με την δουλειά, με τις δόσεις, με τις εξισώσεις μας, αλλά με το τί τελικά καταχωρεί ο καθένας σαν ουσία. Ώστε, αν μην τι άλλο, να υπάρξει κάποιο νόημα σ’αυτή την ανατροπή που αναποδογυρίζει την καθημερινότητα και τις προσδοκίες μας.

Η δουλειά αυτού που γράφει είναι ένα συνεχές παίδεμα με τις λέξεις, το οποίο προυποθέτει ένα συνεχές παίδεμα με τις έννοιες, το οποίο προυποθέτει ένα συνεχές παίδεμα με αυτό που ονομάζουμε ζωή. Γιατί αν δεν έχεις τίποτα να πεις τότε δεν πρέπει - όπως έγραψε ο σπουδαίος Κώστας Μόντης-να ενοχλείς τις λέξεις. Θυμάμαι το πρώτο καιρό που άρχισα να δουλεύω σαν δημοσιογράφος. Μια παρέα είμαστε όλοι και όλοι, που είχαμε κέφι και διάθεση και φρέσκα ματιά να φτιάξουμε κάτι καινούργιο. Δουλεύαμε άπειρες ώρες αλλά δεν μας ένοιαζε γιατί αυτές τις ώρες δεν τις καταχωρούσαμε σαν σπατάλη χρόνου, αλλά σαν μια πολύτιμη εμπειρία που κάπου καλά θα μας έβγαζε, κάτι επιπλέον θα μας μάθαινε, σε κάποια άλλη θέα θα μας οδηγούσε. Και ύστερα, χρόνια αργότερα, θυμάμαι να καταφθάνει η νέα φουρνιά των «γραφιάδων» στα γραφεία μας. Νέα παιδιά με ταλέντο που ήξεραν να παιδεύουν και να παιδεύονται με τις λέξεις και δεν τους ένοιαζε τόσο το μηνιάτικο τους, όσο να εξελίσσουν την γραφή τους και να εξελίσσονται μέσα από αυτήν. Και αισθανόμουνα τυχερή γιατί δούλευα σε μια εταιρεία, η οποία αναγνώριζε πως πρέπει να δίνει το χώρο και το χρόνο στους δημιουργικούς ανθρώπους να προχωράνε μπροστά και αυτό το μπροστά να το oρίζει σαν στόχο της. Όλοι νιώθαμε τόσο δεμένοι, ώστε η πιθανότητα της αποδέσμευσης να μοιάζει κάτι απίθανο και μακρινό και σίγουρα κάτι το οποίο κανείς δεν ευχόταν, όχι μόνο γιατί είχαμε ανάγκη το μισθό αλλά γιατί είχαμε κυρίως ανάγκη να ανήκουμε σε ένα όμιλο που είχε την διάθεση και το κέφι να επενδύει σε μια αισθητική ουσίας.
Ποτέ δεν φαντάστηκα ότι το τέλος αυτής της εποχής θα ήταν μια τσαλακωμένη και ακαλαίσθητη χειρόγραφη επιστολή. Δηλαδή ποτέ δεν φαντάστηκα πως θα ερχόταν ποτέ μια η εποχή, όπου δεν θα υπήρχε το θάρρος και η μαγκιά να σε κοιτάξει ο άλλος στα μάτια προτού σε διαγράψει. Όπως ποτέ δεν φαντάστηκα πως η κατάληξη εκείνων των «νέων παιδιών» στα οποία άξιζε να επενδύσει κανείς στο ταλέντο και στο μεράκι τους, θα ήταν τελικά ο εγκλωβισμός τους σε μια συνεχόμενη και ψυχοφθόρα ανασφάλεια, η οποία δεν εκπορευόταν μόνο από τα δεδομένα της εποχής, αλλά δυστυχώς και από την θλιβερή διαπίστωση πως μπορούσε πια ο οποιοσδήποτε βρίσκεται σε θέση ισχύος να σε ακυρώνει σύμφωνα με τη δική του κοντόφθαλμη κρίση την οποία καμούφλαρε πίσω από το άλλοθι της οικονομικής κρίσης. Ανθρώποι δηλαδή που επέλεξαν να στερούν χρόνο από την οικογένεια τους προκειμένου να παραμείνουν συνεπής σ’αυτό που διάλεξαν για δουλειά και εξέλιξη τους, έρχονταν ξαφνικά αντιμέτωποι με την συνειδητοποίηση πως μπορούσε ανα πάσα στιγμή ο οποιοσδήποτε δεν τα βρήκε με τις εξισώσεις του, να τους μετατρέπει σε αριθμούς επιμένοντας μάλιστα να τους μεταφέρει και ένα αίσθημα οφειλής. Ότι δηλαδή οφείλουν να είναι «ευτυχής» με τις οποιεσδήποτε νέες συνθήκες διότι δεν έχουν καμία άλλη επιλογή παρά να επιτρέπουν την έλλειψη σεβασμού στο πρόσωπο τους και το κλονισμό της αξιοπρέπειας τους, λες και φέρουν ευθύνη επειδή επένδυσαν τις προσδοκίες τους σε μια εταιρεία η οποία ερήμην τους γινόταν σταδιακά λιγότερη των προσδοκιών τους. Λες και δεν ήταν χάρη στο μεράκι αυτών των ανθρώπων (που τώρα πρέπει να αισθάνονται ευγνόμονες), που οφειλόταν η πάλαι ποτέ πολυδιαφημιζόμενη σοβαρότητα, ποιότητα και εγκυρότητα της εταιρείας. Λες και δεν ήταν οι υπογραφές αυτών των ανθρώπων που επέτρεπαν στην εταιρεία να ανεβάζει τον πήχυ της και να καμαρώνει τους μεγαλεπίβολους στόχους της.

Κάπως έτσι λοιπόν βρέθηκα στην ομάδα των ανέργων. Και επειδή έχω την πολυτέλεια να είμαι σε καλύτερη θέση από τους ανέργους με οικογένεια, οφείλω- όπως κάποτε με είχε συμβουλεύσει ο φίλος μου συγγραφέας Χρήστος Χωμενίδης- να λειτουργήσω σαν αλεξικέραυνο του φόβου και του πανικού. Γι’αυτό και γράφω αυτό το επετειακό κείμενο. Για να σας πω πως μέσα σ’αυτό τον ένα χρόνο διαπίστωσα πως εκείνη η τσαλακωμένη επιστολή δεν μου έκλεισε τις πόρτες, αλλά μου τις άνοιξε διάπλατα επιτρέποντας μου να συνειδητοποιήσω πως όταν διαχωρίζεις την ζωή σου από ανθρώπους και καταστάσεις που σου υπαγορεύουν συνεχώς πως οι επιλογές σου είναι περιορισμένες, τότε η ζωή κάποια στιγμή θα στο εξαργυρώσει διαψεύδοντας τους. Και, ναι, αναμφισβήτητα υπάρχει οικονομικό στρίμωγμα όταν μένεις άνεργος, υπάρχει σοβαρό πρόβλημα επιβίωσης γι’αυτούς που έχουν οικογένειες, υπάρχει φόβος και ανασφάλεια που σου τρώει καθημερινά το στομάχι αλλά την ίδια ώρα υπάρχει και ένας άλλος κόσμος που ποτέ δεν φαντάστηκες ή δεν υπολόγισες ότι υπάρχει, ο οποίος σου αποκαλύπτεται σταδιακά για να σου αποδείξει πως οι επιλογές δεν είναι τόσο περιορισμένες όσο πίστεψες, αρκεί να δείξεις ευελιξία και να ψάχνεις διαρκώς τρόπους και δρόμους που θα σε οδηγήσουν σε μια καινούργια άκρη. Αρκεί να μην φοβηθείς το αύριο αλλά να το εμπιστευτείς, και ο μόνος τρόπος να το εμπιστευτείς είναι διαχωρίζοντας την θέση σου από οτιδήποτε σου κλονίζει την αξιοπρέπεια και το δυναμικό που κουβαλάς μέσα σου. Και ο καθένας μας κουβαλά ένα ανεκτίμητο δυναμικό, το οποίο μάθαμε να υποτιμούμε για χάρη της εξασφάλισης. Τώρα λοιπον που τίποτα και κανένας δεν μπορεί να μας εξασφαλίσει το μόνο που απομένει είναι να ψάξουμε ξανά το υλικό που έχουμε μέσα μας, να το βγάλουμε στην επιφάνεια και βάση αυτού να σχηματίσουμε το επόμενο μας βήμα, διαθετειμένοι να υποστούμε τις οποιεσδήποτε θυσίες, οι οποίες είναι πολύ πιο ανώδυνες από το να επιτρέπουμε σε ανθρώπους χωρίς οριζοντα, να περιορίζουν το ορίζοντα, το δικό μας και κυρίως των παιδιών μας.
Ποτέ δεν φαντάστηκα πως θα υπήρχε το περιθώριο να συνεργαστώ όχι μόνο με ελληνικές ιστοσελίδες αλλά και ξένες όπως δεν είχα επίσης ποτέ μου σκεφτεί πως θα ασχολούμουν με την θεατρική γραφή. Ποτέ δεν φαντάστηκα ότι θα παρέδιδα ιδιαίτερα μαθήματα δημιουργικής γραφής σε παιδιά όπως ποτέ δεν φαντάστηκα πως κάτι τέτοιο θα μου πρόσφερε τόση μεγάλη χαρά και ικανοποίηση αλλά και ένα αίσθημα ευθύνης, το οποίο μου υπαγορεύει πως οφείλουμε να μην επιτρέπουμε σε κανένα να τσαλακώνει τα όνειρα και την φαντασία των παιδιών. Και ούτε έχουμε το δικαίωμα να τους μεταφέρουμε τους φόβους και τις ανασφάλειες τις δικές μας και της εποχής. Κι’αν δεν μπορούμε πια να τους προσφέρουμε όσα μπορούσαμε προηγουμένως, ας τους προσφέρουμε, τουλάχιστον, ένα ουσιαστικό μάθημα ζωής. Πως πρέπει να πιστεύουν στον εαυτό τους και να εμπιστεύονται την ζωή ώστε να μην επιτρέπουν (όπως επιτρέψαμε εμείς) στις ανασφάλειες και στο φόβο του ρίσκου, να τους εγκλωβίζουν το βλέμμα σε περιορισμένα τετραγωνικά.
Ποτέ δεν φαντάστηκα ότι το διαδίκτυο δεν είναι μόνο για να σερφάρεις και να γράφεις τσιτάτα στο φέιμπουκ αλλά είναι και ένας χώρος όπου μπορείς να εργοδοτηθείς και να έχεις έσοδα. Παράδειγμα μια φίλη μου, επίσης άνεργη, που κατάφερε εδώ και μήνες να τα βγάζει πέρα με συνεργασίες που της πρόσφερε το ίντερνετ σε χώρες μάλιστα στις οποίες δεν έχει καν πατήσει το πόδι της. Ποτέ δεν φαντάστηκα ότι ένας άλλος κολλητός, με οικογένεια και δάνεια και δυο μικρά παιδιά θάπαιρνε την απόφαση να ξεκινήσει από την αρχή, δημιουργώντας το δικό του γραφείο σε μια εποχή όπου οι πλείστοι σου λένε «μην ρισκάρεις». Και όχι μόνο τα κατάφερε αλλά τις προάλλες με διαβεβαίωσε ότι κερδίζει πολύ περισσότερα χρήματα και δουλεύει πολύ λιγότερες ώρες από ό,τι προηγουμένως. Ποτέ δεν φαντάστηκα ότι το ταμείο προνοίας που έμαθα από παιδί πως είναι ένα αποκούμπι για τα γεράματα μας, τελικά δεν είναι μόνο για να σε εξασφαλίζει όταν θάσαι πια ηλικιωμένος αλλά κυρίως για να σε στηρίζει στις καινούργιες σου αρχές και να σε βοηθά να μετριάζεις τους φόβους σου, προσφέροντας σου το χρόνο και το χώρο να επαναπροσδιορίσεις τα δεδομένα και τα ζητούμενα σου.

«Να μην ανησυχείς για τίποτα» μούπε η μάνα μου την επόμενη μέρα, όταν πια είχανε φυτευτεί τα λουλούδια μου και όταν πια είχαμε γιορτάσει τα γενέθλια μου. «Εμείς είμαστε εδώ» μου είπε κι’αυτό ήτανε ήδη το πράσινο φως για να πάρω το αμάξι μου και να βγω προς την μεριά της θάλασσας και του ουρανού. Γιατί δεν χρειάζεσαι τίποτα περισσότερο από την αγάπη των δικών σου ανθρώπων για να σου θυμίσει πως όσο εσύ συνεχίζεις να πατάς γερά στο δικό σου χώμα, δεν μπορεί τίποτα και κανένας να σου ακυρώσει το επόμενο σου βήμα. Ειδικα όταν αυτό το επόμενο σου βημα είναι πια καθαρό και απαλαγγμένο από θολωμένα βλέμματα και από μυαλά που φοβούνται να κοιτάξουν τον ήλιο κατάματα.
Ένα χρόνο μετά λοιπόν και τα λουλούδια μου εξακολουθούν να ανθίζουν στην αυλή μου. Τα χελιδόνια και πάλι επέστρεψαν και κάνουν τα πρωινά μου να μοιάζουν με τραγούδια. Τραβάω μια μπλε ξύλινη καρέκλα και την τοποθετώ πλάι στην βουκεμβίλια και στη μικρή μου φοινικιά. Ρίχνω την τσαλακωμενη επιστολή στο πάτωμα να την σκιάζουν τα φύλλα, ανεβαίνω στην μπλε καρέκλα και την βγάζω μια φωτογραφία. Για να την έχω σαν φυλακτό και να θυμάμαι πως αυτή η χειρόγραφη τσαλακωμένη επιστολή δεν είχε τελικά ούτε την δύναμη, ούτε και την δυνατότητα να νικήσει τα χρώματα των λουλουδιών μου. Αντιθέτως. Αυτή η τσαλακωμένη επιστολή και κάθε τέτοια επιστολή, σου χαρίζει την δύναμη να αρχίσεις πια να γράφεις την ζωή σου με τις δικές σου λέξεις και με τα δικά σου σχήματα και με τις δικές σου ζωγραφιές και όχι με τις μολυβιές όσων πιστεύουν πως η πραγματικότητα μπορεί να είναι κάτι λιγότερο από το μεγαλείο της ζωής.

Back to top