Αν μπορούσαμε τίμια και θαραλλέα

Καλό θα ήταν να βρω κάποιο παγκάκι και να καθίσω, σκέφτομαι. Και ίσως ακομη καλύτερο να θυμηθώ εκείνη τη φράση της Όλγας Τοκαρτσούκ που λέει πως…”Αν μπορούσαμε να κοιτάξουμε τον κόσμο χωρίς καμμία προστασία, τίμια και θαραλλέα, θα ραγίζαμε τις καρδιές μας…”

images
Back to top

Βρίσκομαι στην Ξάνθης Ξενιέρου και είναι απόγευμα. Μια μέρα κανονική, τίποτα το ιδιαίτερο, όλα καθημερινά, η φρουταρία ανοιχτή όπως και το προπατζίδικο και το μαγαζί παραδίπλα που πουλάει ρούχα με το κιλό… Τίποτα δεν προδιαθέτει πως μπροστά μου θα φανερωθεί αυτό που τώρα βλέπω να συμβαίνει: Ένας νεαρός γύρω στα 25 και μια νεαρή στην ίδια πάνω-κάτω ηλικία-αλλοδαποί και οι δύο-στέκονται στην μέση του δρόμου και παίζουνε ρακέτες λες και βρίσκονται σε μέρος εξωτικό και είναι καλοκαίρι και δεν υπάρχουνε αμάξια που πηγαινοέρχονται, ούτε περαστικοί χωμένοι στα μπουφάν τους, ούτε έγνοιες κλεισμένες σε μπετόν. Ρίχνει ο ένας την μπάλα στον άλλο και μ’αυτή την χειρονομία εξαφανίζουν μαγικά ό,τι υπάρχει γύρω ώστε, όσο διαρκεί το παιγνίδι τους, όλα στον πλανήτη να μοιάζουνε λυμένα. Σταματώ καταμεσής του δρόμου και τους κοιτώ με τα μάτια γουρλωμένα. Αυτό έκανα ανέκαθεν όταν φανερωνότανε μπροστά μου μια τέτοια στιγμή, αλλιώτικη, παράξενη και παράταιρη, άνοιγα τα μάτια διάπλατα για να ρουφήξει το βλέμμα μου όλη την έκπληξη, ίσως επειδή τόχα υποψιαστεί από νωρίς πως αυτό πρέπει να παραμείνει το θέμα, το βλέμμα να διατηρεί την ικανότητα να εκπλήσσεται. Τέτοιες απρόσμενες στιγμές, παράξενες και παράδοξες, τις έψαχνα όταν ταξίδευα, έπαιρνα αεροπλάνα, πλοία και τρένα, για να βρεθώ όσο πιο μακριά γινόταν από το οικείο και να ανοιχτώ στο ενδεχόμενο να τις συναντήσω. Προσδοκούσα να με καταλάβουν εξ’απροόπτου, να με πιάσουν αδιάβαστη και να μου αναποδογυρίσουν τα δεδομένα για να μου αποδείξουν πως η πραγματικότητα είναι ευρύτερη, πιο ελαστική και πιο εκτεταμένη από κείνη που γνώριζα…Και να που τώρα αυτές οι απρόσμενες στιγμές έρχονται από την άλλη άκρη της γης και με βρίσκουν, λες και διπλώθηκε ο πλανήτης στα δύο, εδώ, λίγα βήματα πιο κάτω από το σπίτι μου, μόνο που τώρα αυτή η συνειδητοποίηση δεν με χαροποιεί, αντιθέτως με βαραίνει, ίσως γιατί πια ξέρω πως η διαδρομή τους είναι γεμάτη με τα ίχνη της σύγχρονης λιγοψυχίας. Παίρνω το κινητό για να βγάλω φωτογραφία, την βγάζω αλλά είναι θολή, την διαγράφω και συνεχίζω το περπάτημα στην Ξενιέρου. Ο ήχος της μπάλας απομακρύνεται και ένας άλλος με πλησιάζει, είναι ο ήχος μιας τσίχλας, μια Αφρικανή που την μασάει δυνατά, με προσπερνάει βιαστική. Προλαβαίνω ωστόσο να δω πως φοράει σάνδαλια, να απορήσω γιατί δεν κρυώνει, να παρατηρήσω τα χρωματιστά της ρούχα και το περήφανο βάδισμα της και τα μαλλιά της που είναι βαμμένα πράσινα και τυλιγμένα σε ένα σωρό μπλεξούδες και ύστερα καπάκι να σκεφτώ πως αν ήμουνα στην χώρα της θα την έπιανα κουβέντα και ίσως ενδόμυχα να ευχόμουνα να με προσκαλούσε σπίτι της για ένα καφέ ή τσάι ή ότι άλλο συνηθίζει να φιλεύει τους ξένους και ίσως με το τσάι ή τον καφέ να μιλούσαμε και για τα πιο δικά μας, σαν γυναίκα με γυναίκα, σαν άνθρωπος με άνθρωπο…Σαν μοίρα κοινή. Τώρα γιατί δεν ανταλλάζουμε ένα βλέμμα ή μια λέξη; Σίγουρα όχι από φόβο. Μάλλον από ενοχή… Τρίτος ήχος ξεπετάγεται και με αποπροσανατολίζει και αυτή την φορά είναι ο ήχος ηλεκτρικής κιθάρας. Ακούγεται μέσα από το κατάστημα που πουλάει ρούχα με το κιλό, προφανώς το παράδοξο πρέπει να τριτώσει για να με αφήσει σε ησυχία λέω και μπαίνω μέσα. Πουκάμισα, φούστες, παντελόνια κρεμασμένα παντού, στο βάθος ένα ξύλινο γραφείο και πίσω του μια πελώρια μαυρόασπρη αφίσα που απεικονίζει κάποια νεουρκέζικη λεωφόρο. Ένας τύπος γύρω στα τριάντα κάθεται με την πλάτη γυρισμένη στην Νέα Υόρκη και γρατσουνίζει μια ηλεκτρική κιθάρα λες και κάνει πρόβα σε υπόγειο στούντιο ηχογραφήσεων, μόνο που το γρατσούνισμα του δεν καταλήγει πουθενά, σε καμία μελωδία, κυκλοφορεί απλώς στο χώρο σαν παρατεταμένο παράπονο. “Είσαι μουσικός;” τον ρωτώ, “όχι δεν είμαι μουσικός” λέει σε σπασμένα ελληνικά, είναι Βούλγαρος λέει και του αρέσει να παίζει ηλεκτρική κιθάρα στην εκκλησία. Μα τί στο καλό συμβαίνει; Σε ποιά εκκλησία παίζει ηλεκτρική κιθάρα; Και η Νέα Υόρκη τί γυρεύει στην Ξενιέρου με το κιλό; Και οι ρακέτες των παιδιών γιατί δεν ακούγονται πια; Και η πεταμένη τσίχλα της Αφρικανής γιατί κόλλησε στο τύμπανο μου; Παραδίδομαι. Χρειάζομαι αέρα. Βγαίνω βιαστικά έξω στο δρόμο. Καλό θα ήταν να βρω κάποιο παγκάκι και να καθίσω, σκέφτομαι. Και ίσως ακομη καλύτερο να θυμηθώ εκείνη τη φράση της Όλγας Τοκαρτσούκ που λέει πως…”Αν μπορούσαμε να κοιτάξουμε τον κόσμο χωρίς καμμία προστασία, τίμια και θαραλλέα, θα ραγίζαμε τις καρδιές μας…”

 

Back to top