“Να είσαι αυθεντική” μου λέει η Ν. και έξω είναι σχεδόν μεσημέρι, κάνει μια ζέστη παράταιρη, σκουπίζω το μέτωπο μου από τον ιδρώτα και νιώθω τη λέξη να πέφτει στο κεφάλι μου σαν κεραμίδι. Γυρνάω μετά στο σπίτι και ανοίγω λεξικά, θέλω να διαβάσω ξανά τον ορισμό, να ψάξω για τα συνώνυμα, ο Καμύ είχε πει ότι “δεν έχουμε το χρόνο να είμαστε αυθεντικοί, έχουμε μόνο το χρόνο να είμαστε ευτυχισμένοι”, το ευτυχισμένος δεν είναι άραγε συνώνυμο του αυθεντικού, ίσως και να μην είναι. Ο δάσκαλος που μας μαθαίνει να αναπνέουμε, τις προάλλες μας είπε να βγούμε έξω στον κήπο και να παρατηρήσουμε σιωπήλοί την φύση- ήμασταν σε ένα σπίτι με όμορφη αυλή, γεμάτη με ανθισμένες πορτοκαλιές, κάπου στην εξοχή- τις σκέψεις, είπε, να τις αγνοήσουμε κι’αν εκείνες επιμένουν να παρενοχλούν το κελαίδημα των πουλιών, το σύρσιμο των μυρμηγκιών ή το ζουζούνισμα της μέλισσας, να μην τους δώσουμε καμμία σήμασια, θα κουραστεί, είπε, κάποια στιγμή το μυαλό και θα ησυχάσει, αυτή την ησυχία να είχαμε σαν ζητούμενο και ίσως όλα να ήταν αλλιώς, ίσως να υπήρχε ο χρόνος να είμαστε αυθεντικοί και συνάμα ευτυχισμένοι. Ο δάσκαλος λέει πως πρέπει να παραμείνουμε παιδιά, να μην χάσουμε αυτή την παιδικότητα, πως κάτι πολύ λάθος έχει συμβεί και δεν γνοιαζόμαστε που το παιδί μέσα μας μαραζώνει, ποιος γνοιάζεται αλήθεια που το παιδί μέσα του μαραζώνει και πόσο αυθεντικός μπορείς να είσαι αν δεν βγάζεις αυτό το παιδί συχνά βόλτα στον ήλιο και στην βροχή; “Αυθεντικός είναι αυτός του οποίου η γνησιότητα δεν μπορεί να αμφισβητηθεί”, γράφει το λεξικό, το σημειώνω για να το πω στην Ν. την επόμενη φορά που θα την δω, να της πω πως έχει γίνει πια τόσο δύσκολο, πως η γνησιότητα είναι πια τόσο δυσεύρετη, το ίδιο και η ησυχία και πως οι σκέψεις που περιφέρονται κάνουν αφύσικο θόρυβο, σε πλήρη δυσαρμονία με την φύση, αυτό εννοώ. Ρώτησα κάποτε το σπουδαίο μας γλύπτη Άγγελο Μακρίδη τί μπορεί να τον εκπλήξει και ήταν ένα πρωινό πολλά χρόνια πριν, είχα πάει στο στούντιο του, έφτιαξε καφέ, λέγαμε ιστορίες, “δύσκολα μπορώ να εντυπωσιαστώ με το μεγαλειώδης του ανθρώπου”, είπε, “μπορεί να εντυπωσιαστώ πολύ περισσότερο με το μεγαλειώδης των μυρμηγκιών, μπορώ να τα παρακολουθώ για ώρες και να μένω έκπληκτος”. Αυτό έκανα και γω τις προάλλες έξω στον ήλιο, έμεινα σκυφτή πάνω από μια μυρμηγκοφωλιά και παρακολουθούσα τα μυρμήγκια σβήνοντας από το μυαλό μου τις σκέψεις μια-μια, ίσως αυτός να είναι ο δρόμος που σε πάει στην αυθεντικότητα, ο δρόμος των μυρμηγκιών και των δέντρων και των πουλιών και όλων των ήχων που παραμερίζουν το νου. Ο Καμύ λέει πως δεν σκεφτόμαστε με τον ίδιο τρόπο το πρωί ή το βράδυ πάνω στο ίδιο πράγμα, και διερωτάται πού είναι η αλήθεια, στην σκέψη της νύχτας ή σε κείνη του πρωινού, κι’αυτό θέλω να το πω στην Ν., πότε είμαι πιο αυθεντική, όταν ξυπνώ από το όνειρο ή όταν κοιμάμαι μέσα του; Ο δάσκαλος τώρα προτείνει να μπούμε μέσα στην μεγάλη αίθουσα που είναι στο μέσο του κήπου, να βάλουμε μουσική δυνατά και να χορέψουμε συγχρονίζοντας την αναπνοή μας με το ρυθμό της μουσικής και το σώμα μας με τις δονήσεις του σύμπαντος, βάζει μάλιστα εκείνο το τραγούδι που πάντα μου άρεσε αλλά τώρα το ακούω αλλιώς, το νόημα του με διαπερνάει αλλιώς, χτυπάει κατευθείαν καρδιά και οι λέξεις κυκλοφορούν μέσα στις αρτηρίες μου όπως τα μυρμήγκια που κατευθυνονται στην φωλιά τους, πόδια και χέρια αφήνονται στην ενέργεια του αέρα, γέρνω το κεφάλι προς τα πίσω, εισπνέω τα άνθη των πορτοκαλιών και αρχίζω να χορεύω, “πές μου ποιός είμαι” λέει το τραγούδι, το επαναλαμβάνω ψυθιριστά, “ξέρω ότι ακούγεται παράλογο”, λέει το τραγούδι “αλλά πές μου σε παρακαλώ ποιός είμαι”. Ίσως την επόμενη φορά που θα πάω στην Ν. να της βάλω αυτό το κομμάτι να το ακούσει, ίσως και να το χορέψουμε μαζί ή ίσως καλύτερη ιδέα είναι να πάμε στην εξοχή, να κυλιστούμε στο χορτάρι και να αγκαλιάσουμε σφικτά το κορμό μιας ανθισμένης πορτοκαλιάς.