Mια μέρα πριν τα πενήντα της

Mιλάμε για βότανα και εξάψεις και για... ευλογημένες στιγμές.

images
Back to top

Είμαστε αραχτές, εγώ πάνω σε ένα λευκό καναπέ και οι άλλες στις δύο λευκές πολυθρόνες. Μιλάμε για βότανα, για το μαγνήσιο σε συνδυασμό με την βιταμίνη 6, αλλά και για κάτι καψούλες που ανάκάλυψε πρόσφατα η Σ. και κατόρθωσε επιτέλους με δαύτες να νικήσει τις εξάψεις. Κάποτε γι’άλλα μιλούσαμε, λέει η Κ. γελώντας και μ’αυτό το κάποτε οριοθετεί το χρόνο και τα χρόνια μας. Ναί κάποτε γι’άλλα μιλούσαμε και ήτανε τότε που επιλέγαμε, αν θα τις ζήσουμε ή όχι  τις εξάψεις. Γιατί τότε οι εξάψεις δεν άνηκαν στην φύση μας, άνηκαν μόνο στα κέφια μας και στα τραυματισμένα όνειρα μας.

Κοίτα να δείς ένα περίεργο πράγμα της ζωής, επιμένει η Κ. Τώρα που λογαριαστήκαμε με τα τραύματα μας και πετάξαμε τους επιδέσμους στα ποτάμια των τόσων ταξιδιών μας, η έξαψη έρχεται πια με το έτσι θέλω και απαιτεί συμφυλίωση. Συμφυλίωση επαναλαμβάνει η Σ χωρίς να λέει περισσότερα, απλά περιφέρει την λέξη στην ατμόσφαιρα λες και ραντίζει με δαύτην τα φυτεμένα βότανα πούχει συγυρισμένα έξω στο μπαλκόνι της.

Αύριο γίνεσαι πενήντα, της λέω. Και όπου νάναι και μείς ξωπίσω σου, συμπληρώνει η Κ. Εκείνη γελάει δυνατά όπως γελούσε και τότε που τα πενήντα της φάνταζαν πολύ μακρινά. Και ύστερα τινάζει με τσαχπινιά μια τούφα από τα λευκά μαλλιά της. Τάχει έτσι κάτασπρα εδώ και καιρό, κομμένα σαν γαλλιδούλα, κανείς δεν την πιστεύει ότι είναι το φυσικό της, νομίζουν πως τόκανε για μόδα, αλλά δεν είναι έτσι. Τόκανα γιατί τέρμα και οι βαφές και οι ενοχές, λέει, τώρα τα θέλει όλα κατάσπρα, καθαρά και μυρωδάτα, χωρίς κανένα συντηρητικό γιατί ό,τι ήθελε συντήρηση, ήταν για γκρέμισμα.

Θα πάμε να αγοράσουμε παγωτό από τους Ρόκα, λέει αμέσως μετά, οι Ρόκα είναι διάσημοι σέφ που ζουνε σ’αυτή την πόλη, η Σ. ξέρει απ’αυτά, από μικρή είχε μια μανία να σμίγει τις γεύσεις του κόσμου για να ανακαλύψει σε ποιό συνδυασμό κρύβεται η δική της. Θυμάται την γιαγιά της που μαγείρευε τα σμυρνέικα φαγητά και μύριζε η αυλή σκόρδους και γαρδένιες. Θυμάται συχνά την γιαγιά της, λέει, και κυρίως την θυμάται κάθε φορά που συναντάει ηλικιωμένους να κάθονται στις γωνιές των πεζόδρομων και να ζητιανεύουν σέντ παρηγοριάς. Είναι περίεργο που σ’αυτή την χρωματιστή πόλη βλέπεις ηλικιωμένους να ζητιανεύουν, παρατηρεί η Κ και συμφωνώ πως αυτή είναι μια γκρίζα εικόνα που ξεθωριάζει τα γύρω χρώματα. Η Σ ωστόσο δεν ψάχνει την εικόνα της πόλης μέσα από τα γέρασμένα τους μάτια, ψάχνει ένα τρόπο να ξεπληρώσει μέσα στο βλέμμα τους, μια παλιά δική της οφειλή. Δεν το ονομάζει εκκρεμότητα, γιατί πια τίποτα δεν το νιώθει να εκκρεμεί, το ονομάζει συνειδητότητα. Μια συνειδητότητα που μυρίζει σκόρδους και γαρδένιες και που την μυρίζεται μόνο όταν διασχίζει το γερασμένο τους βλέμμα. Είναι φορές που τους φτιάχνει φαγητό, λέει, και τους το παίρνει σε μικρά ταπεράκια. Και έτσι, μέσα από τις γεύσεις που τους κερνάει δαγκώνει ένα ακόμα κομμάτι συμφυλίωσης με το άνοστο του τέλους.

Πώς νιώθεις λοιπόν, την ρωτάω, που γίνεσαι πενήντα. Η Κ επαναλαμβάνει την ερώτηση μου, και κοιτάει την Σ λες και η απάντηση της θα φανερώσει ένα πολύτιμο μυστικό. Αν ήξερα πώς στα πενήντα μου θα κατάφερνα να ζω το όνειρο μου, μα το θεό, θα απολάμβανα περισσότερο την διαδρομή, απαντάει. Το λέει δυνατά, τονίζοντας την κάθε συλλαβή και στιφογυρίζοντας ταυτόχρονα μια κάτασπρη τούφα από τα μαλλιά της. Και πριν προλάβουμε να νιώσουμε τις συλλαβές της, ένα τρένο περνάει έξω από το παράθυρο, διασχίζοντας το κάδρο της πόλης και τρομάζοντας ταυτόχρονα ένα γλάρο που περπατούσε πριν αργόσυρτα στις ράγες.

Γι’αυτό θέλει να γιορτάσουμε, λέει, τα γενέθλια της με παγωτό από τους Ρόκα. Γιατί είναι ένα παγωτό που στάζει κόκκινες γεύσεις και που πάνω στην κορφή του έχει τοποθετημένο ένα παιδικό κεράκι. Όπως εκείνα που σβήναμε μικροί ανυποψιάστοι πως κάποτε στο κάθε σβήσιμο τους, θα καιγόνταν κομμάτια αθωότητας.  Αυτό είναι το κεράκι που ταιριάζει στα πενήντα μου, λέει η Σ και γελάει ξανά δυνατά. Γιατί το ξέρει πια πως η γεύση της χαμένης αθωότητας δεν είναι πικρή, αρκεί να τινάξεις την στάχτη των καμένων κεριών από πάνω σου.

Πώς νιώθω που γίνομαι πενήντα, μουρμουρίζει λες και ψάχνει ποιά λέξη μπορεί να πλησιάσει στην καλλιγραφία των αισθήσεων. Μένει για λίγο σιωπητή, και μεις μαζί της, αραχτές πάντα πάνω στα λευκά ριχτάρια της, με το παράθυρο ανοιχτό και ένα ουρανό που μοιάζει να κρυφακούει την κουβέντα μας. Κι’υστερα ξαφνικά λες και της ήρθε αναλαμπή, σπάει την σιωπή, φωνάζοντας δυνατά: «Ευλογία». Αυτό νιώθω, λέει, ευλογία. Δεν την ρωτώ τί εννοεί, εννοώ πως δεν μου χρειάζονται επεξηγήσεις. Μου αρκεί που βρίσκει τον πενηντάχρονο εαυτό της να περπατάει πάνω στις ράγες αυτής της λέξης. Μιας λέξης που μοιάζει να πλάστηκε από το τίναγμα ενός γλάρου αλλά και από κείνη την κόκκινη λωρίδα ήλιου που παίζει τώρα στον ουρανό. Και που όταν την αισθανθείς αποκτούν επιτέλους μια συνάφεια όλα τα κομμάτια της διαδρομής σου, τα οποία ένιωθες ξέχωρα και τεμαχισμένα. Ίσως γι’αυτό κερνάει γεύσεις στους ηλικιωμένους, σκέφτομαι, και όχι γιατί ξεχρεώνει απλήρωτους λογαριασμούς. Αλλά γιατί μέσα στο βλέμμα τους διακρίνει πως το τρένο που διασχίζει το κάδρο του παραθύρου της είναι το ίδιο με κείνο που διασχίζει το κάδρο της προσωρινότητας μας.

Θα πάμε από τους Ρόκα, λοιπόν, καταλήγουμε σύμφωνες και οι τρείς. Θα αγοράσουμε τρία τέτοια παγωτά και μόλις γυρίσουνε οι δώδεκα θα ανάψουμε το παιδικό κεράκι. Και ύστερα θα βγάλουμε όλες μαζί μια σέλφι. Η Σ στο κέντρο με τα λευκά μαλλιά της πάνω από την φλόγα των παιδικών της ονείρων. Και μεις παραδίπλα να παίρνουμε θέση στο παρόν, έχωντας πια επίγνωση πως μόνο εκεί εδράζεται η ζωή μας.

 

Back to top