Όσο κρατάει ένα κούρεμα

Ζωή είναι ακόμα και την ώρα που δεν έχεις να φας να βρίσκεις ένα λόγο για να συνεχίσεις να τραγουδάς

images
Back to top

“Ξέρεις πού είναι η Τρυπημένη;” με ρώτησε. Όχι δεν ήξερα, δεν είχα ιδέα. Μου είπε πως είναι το χωριό του στην Αμμόχωστο και ύστερα πήρε ένα ψαλίδι και άρχισε να κουρεύει το πρώτο του πελάτη. “Δεν πήγα σχολείο, συνέχισε, “άμα θες να σου πω την ιστορία μου θα πρέπει νάρχεσαι εδώ για μέρες”, συμπλήρωσε και τράβηξε ακόμα μια ψαλιδιά στον κύριο που καθότανε σιωπηλός.  “Άνοιξε εκείνο το συρτάρι” με πρόσταξε, “εκεί μέσα θα βρεις ένα βιβλίο, είναι το βιβλίο με τα ποιήματα μου, εγώ είμαι ένας λαικός ποιητής, βλέπεις εκείνα τα διπλώματα στο τοίχο, είναι για τα τσατιστά μου, δεν έμαθα γράμματα, αλλά έμαθα τί σημαίνει ζωή”, μου είπε. Ήθελα να τον ρωτήσω τί σημαίνει ζωή αλλά μου φαινότανε λίγο ξεκάρφωτο εκείνη την στιγμή, ήτανε δηλαδή λίγο μετά το μεσημέρι, βρισκόμουν σε ένα από τα “αρχαία” κουρεία της παλιάς πόλης, με την κουρεμένη καθημερινότητα να κόβει βόλτες απέξω και ένα λαικό ποιητή απέναντι μου, να “στολίζει” το κούρεμα με βιωματικούς στίχους.

“Μεγάλωσα με ψωμί και ελιά”, συνέχισε να μου λέει. “Και όταν σου λέω ψωμί και ελιά, δεν υπερβάλλω, είναι έτσι όπως το ακούς”, συμπληρώσε. “Πέρασαμε πολλή φτώχια, ήτανε οι εποχές που ο κόσμος έδινε τα παιδιά του να τα αναγιώνουνε άλλοι γιατί δεν είχε ούτε ένα γρόσι παραπάνω να τα ταίσει. Ξέρεις τί πάει να πεί να δίνεις αναγιωτό το ίδιο σου το παιδί;” με ρώτησε. Όχι δεν ήξερα, προφανώς δεν ήξερα. Για κείνον όμως ήταν κάποτε μια καθημερινότητα, αυτό συνέβηκε στην θειά του, αυτό και στην γειτόνισσα που έμενε δύο σπίτια πιο πάνω, αυτό και σε ένα άλλο φίλο του που τώρα έχει πεθάνει και που ευτυχώς πρόλαβε “να του γράψει ένα αποχαιρετιστήριο ποίημα για να τον συντροφεύει”. “Πόσο να καθαρίσουμε το γένι;”, ρώτησε τον πελάτη που άκουγε το ίδιο σιωπηλός όσο εγώ, και σχεδόν ταυτόχρονα μου είπε να ανοίξω το βιβλίο του, με παρέπεμψε σε ένα ποίημα, το οποίο έγραψε για την μάνα και τον πατέρα του και για κείνα τα χρόνια που κάθε μέρα στο τραπέζι τους δεν υπήρχε τίποτα άλλο εκτός από ψωμί και ελιά. Διάβασα το ποίημα και όσο το διάβαζα εκείνος το απάγγελε αφήνοντας τον ήχο του ψαλιδιού να παίζει σαν μια παράξενη υπόκρουση.

“Πόσο καιρό έχεις αυτό το μαγαζί;” τον ρώτησα και έκανα την ερώτηση περισσότερο για να κρύψω την αμηχανία που μου προκαλούσε αυτή η λαική σοφία του, την οποία έβλεπα στο βλέμμα και στα χέρια του, την έβλεπα σε κείνη τη φωτογραφία της μάνας του που την είχε καδραρισμένη, σαν εικόνισμα, δίπλα από τα σαμπουάν και τους αφρούς ξυρίσματος, την έβλεπα και στον απέναντι τοίχο που ήτανε γεμάτος από παλιά ημερολόγια λες και όσα έζησε βρήκανε πια την θέση τους. “Πολλά χρόνια, σχεδόν πενήντα” μου απάντησε και άνοιξε το νερό της βρύσης για να πλύνει τα χέρια του. “Θυμάμαι ακόμα την πρώτη μέρα που το νοικίασα”, είπε ενώ το νερό της βρύσης εξακολουθούσε να τρέχει. “Μπήκα μέσα, έκλεισα τις πόρτες και κάθισα εκεί, βλέπεις εκείνη την γωνιά, κάθισα εκει και άρχισα να κλαίω παρακαλώντας το θεό να με βοηθήσει, να ελαφρύνει λίγο τη μοίρα μου, να φύγει λίγο η φτώχια από πάνω μου”.

“Τί σημαίνει τελικά για σένα ζωή”, αποφάσισα να τον ρωτήσω λίγο πριν φύγω. “Αχ κοπέλα μου”, είπε, “ Ζωή είναι ακόμα και την ώρα που δεν έχεις να φας να βρίσκεις ένα λόγο για να συνεχίσεις να τραγουδάς”. Έτσι είπε. Και κείνη την στιγμή αισθάνθηκα πόσο ανούσιο είναι να σπαταλώ τις λέξεις και τις σκέψεις μου στους πολιτικούς και στο κουρεμένο τους ορίζοντα , όταν δύο βήματα από το σπίτι μου υπάρχει ένας άνθρωπος που ξέρει να μου μάθει πως να “στολίζω” το κούρεμα με στίχους.

 

Back to top