Χαριτίνη Κυριάκου

Η Χαριτίνη Κυριάκου ξέρει να ζωγραφίζει τις ψυχές των ανθρώπων.

images
Back to top

Νιώθω σαν ηρωίδα του Αλμοδοβάρ, της λέω και ακόμη μόνο την κουζίνα της έχει προλάβει να μου δείξει. Τρελαίνομαι με τα χρώματα της, μπλέ ερμαράκια με ψάρια ζωγραφισμένα, εκείνη τα ζωγράφισε ένα- ένα και οι τοίχοι κίτρινοι με κόκκινες ζωγραφισμένες γραμμές και τα πλακάκια στο πάτωμα, χρωματιστά πλακάκια μπάνιου, έχουνε ιστορία αυτά μου λέει ενώ ταυτόχρονα γελάει με τις αντιδράσεις μου, και το ψυγείο γεμάτο από φωτογραφίες και παράξενα ραβασάκια, «είναι σαν παραμύθι το σπίτι σου» της λέω αμέσως μετά και κείνη ήδη προχωράει προς το σαλόνι. Μια μικρή σόμπα πετρελαίου στο μέσο του χώρου- τις λατρεύει τις σόμπες πετρελαίου- και το μικρό καρεκλάκι, όπου κάθεται όταν ζωγραφίζει- το έχω χρόνια είναι το αγαπημένο μου, κάνει σχόλιο- και παραδίπλα ένα γυάλινο ντουλάπι γεμάτο μικροαντικείμενα, αντίκες-παιγνίδια και ένα γραφείο με τον υπολογιστή της  και πιο πέρα το τελάρο της και τα πινέλα τακτοποιημένα και  η βιβλιοθήκη ξέχειλη από βιβλία και βέβαια ο τεράστιος Λάκης (το σκυλί της) που απλώνει ράθυμα πάνω στον καναπέ. Δεν ξερω πού να σταματήσει το βλέμμα μου, νιώθω πως πίσω από κάθε τι που υπαρχει γύρω μου κρύβεται μια μικρή ή μεγάλη ιστορία, μα έτσι είναι η  Χαριτίνη Κυριάκου…Με ένα ολόκληρο κόσμο δικό της που κάποτε τον ζωγραφίζει, κάποτε τον κάνει μουσική και άλλωτε μικρές φράσεις σε ένα ποίημα…Ένας κόσμος γεμάτος από ιστορίες που περιμένουν ένα χρώμα για να τις φανερώσει…

 Εδώ μεγάλωσε. Αυτή είναι η γειτονιά της. Της αρέσει που κάνει βόλτα στους ίδιους δρόμους, της αρέσει που ξέρει τον μπακάλη, δεν είμαι της αλλαγής μου λέει καθώς μου φτιάχνει τσάι, θέλει την ασφάλεια του χώρου της, έτσι ήτανε από μικρή και παρότι πάντα μιλούσε για μακρινά ταξίδια ποτέ δεν τάκανε, ίσως τελικά να μ’ αρέσει να ταξιδεύω πιο πολύ μέσα από τους ανθρώπους, μου λέει και το λέει χαμηλόφωνα και μένα μου αρέσει που κάνουμε αυτή την αρχή.  Ίσως γιατί συμφωνώ πως ο κάθε άνθρωπος είναι σαν ένα ταξίδι σε μια άλλη χώρα, ισως και γιατί κοιτάω το πορτρέτο που έχει ζωγραφίσει τυπωμένο στην πρόσκληση της έκθεσης της και νιώθω πως η ευαισθησία που κρύβεται μέσα στο βλέμμα του μαρτυρά πως η Χαριτίνη έχει διανύει τα δικά της χιλιόμετρα στις γραμμές των προσώπων. Των Προσωπικών της προσώπων.  «Στ’ αλήθεια νιώθεις πως όταν ζωγραφίζεις ένα πορτρέτο είναι λές και ζωγραφίζεις την ψυχη ενός ανθρώπου;» την ρωτω ενώ έχει ηδη αράξει πλάι στο Λάκη και του χαιδεύει την μουσούδα. Ναι έτσι είναι, απαντά, δεν ξέρει πώς να το περιγράψει με λόγια, μου μιλάει για τα μάτια, για τα χείλη, για τις γραμμές, για το ότι όλα αυτά φανερώνουν την ψυχη, την ενέργεια ενός ανθρώπου…Κάποτε διάβαζε ένα βιβλίο σχετικό, τόχω κάπου δανείσει μου λέει αλλιώς θα στόδινα…¨ «Και έτσι έμαθες να παρατηρείς τα πρόσωπα των ανθρώπων;» την ρωτώ, όχι, απαντά, πάντα παρατηρούσε και πάντα ζωγράφιζε πορτρέτα, μόνο που τωρα φαίνεται πως ήτανε η στιγμή να τολμήσει μια έκθεση με προσωπογραφίες.  Είναι πολύ δύσκολη η προσωπογραφία, μου εξηγεί, η ίδια πιστευει πως εκεί φανερώνεται όλο το ταλέντο και η ευαισθησία ενός καλλιτέχνη και ύστερα μου ομολογεί πως δεν ξέρει πως θα αντιδρούσε αν ζωντάνευαν οι προσωπογραφίες που έχει ζωγραφίσει. Δεν ξέρω αν θα τους εκανα παρέα, μου λέει και χαμογελάει, τους αγαπώ αλλά κάποιοι με φοβίζουν, λεει μετά και παίρνει το σοβαρό της.

 Δεν τα πάω καλά με τα λόγια, δεν ξέρω να εκφράζομαι μου λέει και μοιάζει λες και αισθάνεται αμηχανία για αυτή της τη παραδοχή. Η Χαριτίνη ξερει όμως να « μιλά» με χρώματα και ήχους και λέξεις γραμμένες σε ένα κομμάτι χαρτί…Μέσα από την ζωγραφικη την μουσική και την ποίηση, μοιράζεται τον κόσμο που κουβαλά μέσα της. Ισως γι’αυτό να έγινά καλλιτέχνης, μου λέει, από την ανάγκη μου να επικοινωνήσω και να μοιραστώ τον κόσμο μου. Ολοι κουβαλάμε ένα δικό μας κόσμο, λέει μετά, μόνο που ο καθένας επιλέγει αλλιώς να τον εκφράσει. Η ίδια επέλεξε την τέχνη. Ήταν το μόνο στο οποίο αισθανόμουνα πως ήμουνα καλή, παραδέχεται. Και το χρωστά στην μητέρα της. Γιατί εκείνη ήταν που με παρακίνησε να εμπιστευτώ το ταλέντο μου, εξηγεί. Ήθελε να γίνω αυτό που πραγματικά είμαι, μου λέει και τονίζει πως η στήριξη από την οικογένεια της ήταν σαν δώρο. Στα 16 της έφυγε από το σχολείο για να πάει με μια σχολή τέχνης, ποια άλλη μητέρα θα δεχόταν κάτι τέτοιο; μου λέει και συμφωνώ μαζί της, μετά έφυγε για Λονδίνο, δεν της άρεσαν όμως τα αγγλικά, δεν της άρεσε χωρίς ηλιο και έτσι προτίμησε την Αθήνα για να σπουδάσει μουσική τεχνολογία. Και η ζωγραφική; απορώ. Ενιωθε πως την ήξερε ήδη, είχε ανάγκη να εξερευνήσει την μουσική. Από μικρή λοιπόν είχες επίγνωση του ταλέντου σου επαναλαμβάνω, ναι, κάποτε την έκανε να αισθάνεται πολύ ξεχωριστή, ομολογεί, παρότι ήταν πάντα ντροπαλή ωστόσο αισθανότανε πως διέθετε κάτι ξεχωριστό. «Και αυτό κάποια στιγμή κλονίστηκε;» τη ρωτώ.  Όλα αναποδογυριστηκαν όταν στα 22 της έχασε την μητέρα της. Εκεί άρχισε να διερωτάται κατά πόσο τελικά αυτός ο ιδιαίτερος τρόπος που έβλεπε τον κόσμο εμπεριέχει την έννοια της μοναξιάς…Την εμπεριέχει; Ναι, ομολογεί, γιατί πρέπει να ψάξεις πολύ για να βρεις ανθρώπους που να μπορούν να κατανοήσουν το δικό σου παραμύθι…Το ευτύχημα είναι ωστόσο ότι τελικά τους βρίσκεις, λέει μετά…

Εδώ ζωγραφίσει. Στο σαλόνι. Με την μουσική να παίζει στο βαθος. Και την σόμπα πετρελαίου αναμμένη. Κάθεται πάντα σε κείνο το μικρό καρεκλάκι, με βοηθάει να διατηρώ την σωστή θεση μου εξηγεί, και ύστερα όταν είναι προς το τελος ο πινακας μεταφέρεται στο παγκο της κουζίνας, μου λέει και γω παρατηρώ ξανά τα χρώματα γύρω μου. Έχει πολύ καλη ενέργεια αυτός ο χώρος, της λέω και της αρέσει που χρησιμοποιώ αυτή την λέξη. Παλιά μου ομολογεί είχε μανία να διαβάζει για ενέργειες, έκανε γιόγκα, έλεγε πως κάποτε σίγουρα θα πάει στην Ινδία, έκανε ακόμα και αυτό το τατουάζ ανάμεσα στα μάτια της που συμβολίζει το τρίτο μάτι. Με απασχολεί η ενέργεια, μου λεει και εννοεί πως την έχει υπόψιν της όταν μπαίνει σε ένα χώρο, όταν γνωρίζει ένα καινούργιο πρόσωπο, όταν παρατηρεί γύρω της. Δεν είναι εύκολο να διακρίνεις την ενέργεια, κάνω σχόλιο, πρέπει να είσαι ανοιχτή, συμπληρώνει εκείνη, δηλαδή να εμπιστεύεσαι το ένστικτό σου, εξηγεί. Εσύ το εμπιστεύεσαι; την ρωτώ. Όσο μεγαλώνουμε, το χάνουμε μου απαντά, το σκεπάζουμε με διάφορα, κλειδώνομαστε, θελει δουλειά να το ξαναβρούμε, θέλει να γίνεσαι και λίγο παρατηρητής του εαυτού σου και των όσων ζεις. Εκείνη έχει αυτή την παρατηρητικότητα, παλια μου ομολογεί ήταν πιο κοινωνική, πιο εξωστρεφείς αργότερα κλείστηκε στον εαυτό της και τώρα αισθανεται πως βρίσκει ξανά μια ισορροπία. Κάτι πρέπει μέσα σου να σε τρωει, μου λέει, για να το βγάλεις στο τελάρο, εσένα τι σε τρωει, την ρωτώ, μου λέει πως ακόμα και όταν νιώθει πάρα πολύ καλά πάντα βαθειά μέσα της υπάρχει κάτι, δανείζεται ένα στίχο της Νικολακοπούλου για να μου το εξηγήσει, εκείνο που λέει πως ακόμα και στις πιο μεγαλες μας χαρές μας κυβερνά η λύπη.  Μπορεί να νιώθω πάρα πολύ καλά, συμπληρώνει και παλι την ωρα που κάνω ένα πορτρέτο βγαίνει το βλεμμα το θλιμμένο. Δεν ξερω γιατί... Νιώθει πως η μουσική, η ζωγραφική ακόμα και η ποίηση είναι όλα αλληλένδετα μεταξύ τους, εκείνη στο καθένα βγάζει ένα διαφορετικό κομμάτι από τον κόσμο της, θέλεις να σου βαλω να ακούσεις ένα τραγούδι μου, μου λέει, και βέβαια θέλω, σηκώνεται, πάει στον υπολογιστή και γω αλλάζω σελίδα στο σημειωματάριο μου.

Καταπληκτικό, κάνω σχόλιο, για το τραγούδι της. Σημειώνω μάλιστα ένα στίχο, που λέει πως «ό,τι ήτανε να πούμε τάπαμε»…Έχει μια ιδιαίτερη ευαισθησία, αυτή η ευαισθησία που χαρακτηρίζει την δουλειά της είτε είναι πίνακας, είτε ποιήμα, είτε μια μουσική. Είμαι τελειομανής, παραδέχεται εκείνη όταν της λέω τα σχόλια μου. Κάνει πολλές διορθωσεις μέχρι να αισθανθεί ότι τέλειωσε ένα τραγούδι ή μπορεί και να πετάξει ένα πίνακα ακόμα και όταν είναι στο τέλος του αν νιώσει πως δεν την εκφράζει. Εστιάζει παρα πολύ στην λεπτομέρεια, ναι είμαι της λεπτομέρειας, ομολογεί και ύστερα σηκώνεται απότομα για να μου φέρει το βιβλίο που έχει εκδώσει με τα ποιήματα της. Το βιβλίο είναι αλλιώς, λεει, είναι πιο πολύ αυτογνωστικό, εκεί βλέπεις τον εαυτό σου πιο καθαρά, δεν είναι έτσι, με ρωταει, γνέφω καταφατικά και ύστερα διαβάζω ένα ποίημα της… «Αν δεν ζωγραφίσω την μοναξιά μου σε τίνος χρώμα να χωθώ»… Πως είναι να ζεις μια απώλεια την ρωτώ, σε τόσο ευαίσθητη ηλικία, γιατί νιώθω πως όλος ο κόσμος της καθορίστηκε από αυτή την απώλεια.  Συνειδητοποιείς πως δεν υπαρχει χρόνος για χάσιμο, μου λέει και πως πρέπει να ζεις και να απολαμβάνεις το τώρα, την στιγμή. Τα καταφέρνεις; την ρωτώ. Ναι, ζει την στιγμή, μου λέει, δεν την φοβάται, το παρελθόν, το σκέφτεται αλλά δεν σπαταλά την ενέργεια της στο πριν, ούτε και το μέλλον την απασχολεί πάρα πολύ, θέλει να μαθαίνει από τα λάθη της, να λέει τα συγνωμη της και να ρουφά τις στιγμές που έρχονται στο δρόμο της.

 Δεν θέλει πολλά στην ζωή της για να περνάει καλά. Τους ανθρώπους της, την τέχνη της και τις κίτρινες της σαγιονάρες…Γελάω με το τελευταίο και ζητώ εξηγήσεις. Πάντα φοράει σαγιονάρες ακόμα και το χειμώνα, δεν μπορεί να νιώθει τα πόδια της εγκλωβισμένα σε παπούτσια, θέλει να αισθάνεται πού πατάει, θέλει να νιώθει τις θερμότητες, μου το λέει και απορώ αλλά μ’ αρέσει η παραδοχή της, την βρίσκω ιδιαίτερη. Και ύστερα της κάνω σχόλιο πως η δουλειά της έχει ένα έντονο ερωτισμό, χαμογελάει, ναι ερωτεύεται εύκολα, ερωτεύεται συχνά και είναι διαθέσιμη να μοιραστεί την ψυχή της. Δεν πρέπει να φοβάσαι, μου λέει και ύστερα δεν λέει τίποτα άλλο. Της αρέσουν οι εκδρομές, ίσως τελικά να κάνει ένα μεγάλο ταξίδι, μου ομολογεί, θέλει κάποια στιγμή να κάνει και μια ταινία, αυτό είναι το μεγαλεπίβολο της σχέδιο, δεν ξέρει πότε, να γράψει και το σενάριο και την μουσική, ίσως κάποτε να πραγματοποιήσει κι’αυτό το όνειρο…Προς το παρών όμως θυμάται τα χρόνια που δούλευε σαν γκαρσόνι και μου τα περιγράφει, εφτά χρόνια έκανε αυτή την δουλειά, πολύτιμη εμπειρία, λέει, παρατηρείς τον κόσμο, έρχεσαι σε επαφή με διαφορετικούς ανθρώπους, κάποτε το πεθυμά παραδέχεται…Συνήθως κουβαλά ένα τετράδιο μαζί της όπου πάει, εκεί γράφει τα δικά της, έχει καιρό να γράψει κάτι μου ομολογεί, ίσως γιατί επικεντρώθηκε αυτή την περίοδο στην ζωγραφική και στα προσωπικά της πρόσωπα. Και ύστερα μου βάζει ακόμα ένα τραγούδι δικό της, και ύστερα αρχίζουμε να μιλάμε για τα ταξίδια και για τους ανθρωπους και ύστερα χτυπάει το μπλέ τηλέφωνο της το σηκώνει και κάνουμε παύση και ύστερα φτιάχνει ακόμα ένα τσάι και κάπως έτσι κυλάει όλο το απόγευμα στο σπίτι της, σε ένα σπίτι που μοιάζει σαν παραμύθι με μια ζωγράφο, μουσικό και ποιήτρια που ξέρει να ανιχνεύει τις κρυμμένες ιστορίες…Τις δικές της και του κόσμου…

 

Back to top