Τί ακριβώς γιορτάζουμε;

Ξέρεις τί πάει να πεί να είσαι 85 χρονών και να αισθάνεσαι πως το κράτος όχι μόνο δεν νοιάζεται για σένα αλλά σε έχει ήδη ξοφλημένο;

images
Back to top

Καθίσαμε δίπλα-δίπλα. Δεν έτυχε να τον γνωρίσω ξανά παρότι ήταν ένας από τους ανθρώπους που θα έπρεπε μέχρι τώρα να είχα επιδιώξει να συναντήσω για μια συνέντευξη. Με προσφορά στο πολιτισμό αλλά κυρίως με ένα ξεχωριστό ήθος. Ταξιδεμένος, με ένα βλέμμα ευρυγώνιο και κείνη την γλυκύτητα που απορρέει από τη βαθειά γνώση. Φορούσε ολόλευκα και ένα μπλεκτό καπελάκι. Το δείπνο ήταν σε ένα σπίτι φιλικό με θέα την θάλασσα και τα φωτισμένα καράβια στο βάθος. Και ήταν το βράδυ της 1ης Οκτωμβρίου, αφότου είχανε γίνει οι παρελάσεις και αφότου είχαν ειπωθεί οι συνήθεις πολιτικές μεγαλοστομίες.

“Τί ακριβώς γιορτάζουμε”, μου είπε κάποια στιγμή και η πρόταση του δεν είχε ερωτηματικό στο τέλος. Είχε εκείνη την τελεία που συνήθως συνοδεύει μια θλιβερή διαπίστωση. Υπέθεσα πως μάλλον εννοούσε ότι δεν καταφέραμε να διαχειριστούμε την ανεξαρτησία μας ώστε να δημιουργήσουμε ένα κράτος με γερά θεμέλια. Γι’αυτό και σήμερα δεν βρίσκουμε την άκρη σ’αυτό τον λαβύρυνθο της διαπλοκής, της διαφθοράς και της ανηθικότητας. Εκείνος ωστόσο ήταν πιο αναλυτικός. Γιατί όταν μετράς 85 χρόνια ζωής δεν αρκείσαι σε γενικότητες.

“Ξέρεις τί πάει να πεί να είσαι 85 χρονών και να αισθάνεσαι πως το κράτος όχι μόνο δεν νοιάζεται για σένα αλλά σε έχει ήδη ξοφλημένο;” Όχι, δεν ήξερα. Δεν μπορούσα άλλωστε να ξέρω πως είναι να αισθάνεσαι αυτή την προδωσία. “Δεν είμαστε καλός λαός”, μου είπε. “Δεν μάθαμε από τα τόσα χρόνια υποδούλωσης”, συνέχισε. “Αντί να μεγαλώσει η ψυχής μας έγινε πιο μικρή”, κατέληξε και μούφερε παράδειγμα τους Σύριους πρόσφυγες που πάλευαν πριν κάτι μέρες να σωθούνε στην θάλασσα και μεις παρουσιαζόμασταν σαν σωτήρες τους ενώ την ίδια ώρα τους αντιμετωπίζαμε σαν ανθρώπους δευτέρας κατηγορίας. “Το μόνο που μας νοιάζει είναι το συμφέρον” , συνέχισε και θυμήθηκε  μια κυπριακή παροιμία που λέει πως άμα κάποιος κλέβει το σπίτι του γείτονα πήγαινε και βοήθησε τον προκειμένου να γλιτώσεις το δικό σου. Τέτοιοι έχουμε καταντήσει, συμπλήρωσε κι’αυτό, είπε, το κατάλαβε τώρα που η κρίση μας στρίμωξε και έβγαλε όλα μας τα απωθημένα στην επιφάνεια. Το απωθημένου του υπόδουλου που αντί να γίνει πιο ανθρώπινος έγινε ρατσιστής, συμφεροντολόγος, διπλοθεσίτης, εξασφαλισμένος, έγινε ένας τύπος που απαρνιέται την ανατολίτικη του ιδιοσυγκρασία προκειμένου να παριστάνει τον έκπτωτο Ευρωπαίο, έγινε ένας άνιστόρητος που το μόνο που νοιάζεται είναι να βρει καποιον σε δυσμενέστερη θέση για να του παριστάνει τον αφέντη ή τον φιλάνθρωπο.

“Δεν είμαστε καλός λαός”, επανέλαβε κι’αρχισε να μου περιγράφει περιστατικά πραγματικής καλοσύνης που συνάντησε σε μακρινές και κοντινές χώρες, όπου για χρόνια ταξίδευε. Και τώρα στα 85 του, αφότου έχει προσφέρει στο πολιτισμό μας ότι έμαθε, αφότου έχει περπατήσει στα μονοπάτια μιας βαθειάς παιδείας, κάθεται πλάι μου, κοιτάζει την θάλασσα και χωρίς να χάνει ίχνος από την γλυκύτητα του, μου ομολογεί πως δεν βρίσκει ούτε τρόπο, ούτε και νόημα να πολεμήσει αυτή την σαπίλα.

“Τί κράτος έχουμε φτιάξει”, μου λέει, “όταν δεν υπάρχει καμμία κοινωνική μέριμνα για τους ηλικιωμένους; Όταν δεν υπάρχει έγνοια και πρόνοια για αυτούς που χρειάζονται βοήθεια; Τί ακριβώς γιορτάζουμε λοιπόν;”

Δεν ήξερα τί να απαντήσω. Ή μάλλον αισθάνθηκα πως σαν ένδειξη σεβασμού όφειλα να παραμείνω στη σιωπή. Γιατί όταν κάθεσαι απέναντι σε ένα άνθρωπο που είναι 85 χρονών και αισθάνεται απόκληρος στον ίδιο του τον τόπο, φτάνοντας μάλιστα στο σημείο να ομολογεί πως θέλει να ζητήσει “επίσημη άδεια εκδημίας δια μέσω της ευθανασίας” τότε το ελάχιστο που μπορείς να κάνεις είναι να ζητήσεις συγνώμη. Και να παραδεχτείς πως δεν έχουμε ακόμα κανένα λόγο ούτε για παρελάσεις, ούτε για περηφάνιες, ούτε για να γιορτές της ανεξαρτησία μας. Αντιθέτως. Είναι πιο σοφό, να μετατρέψουμε αυτή την μέρα σε μέρα δημόσιας συγνώμης απέναντι σε κείνους που διένυσαν χιλιόμετρα ήθους και ανθρωπιάς επειδή πίστεψαν σε κάτι καλύτερο και αγωνίστηκαν γι’αυτό.

 

 

Back to top