Στέφανος Αθηαινίτης

Το σκηνικό της ζωής του

images
Back to top

Οκτώ και τέταρτο νάσαι έτοιμος, του είπα στο τηλέφωνο. Δεν είχε ιδέα για το τι θα επακολουθούσε εκείνο το βράδι. Εγώ όμως γνώριζα πως εκείνο το βράδυ θα ήταν η εξαργύρωση του για όλα τα χρόνια που έκανε το θέατρο ζωή του. Το είχα μάθει εμπιστευτικά κάποιες βδομάδες πριν, πως θα τον τιμούσαν με το Μεγάλο βραβείο του ΘΟΚ, το οποίο απονέμεται κάθε δύο χρόνια σε μια προσωπικότητα για την συνολική της προσφορά στο θέατρο. Και ο λόγος που είχε έρθει σε μένα αυτή η εμπιστευτική πληροφορία ήταν γιατί έπρεπε να αποσπάσω  φωτογραφικό υλικό από τον ίδιο χωρίς να πάρει πρέφα την πραγματική αιτία. «Τι θα τις κάνεις τις παλιές φωτογραφίες μου;» απορούσε. Λέω να γράψω κάτι για σένα στην εφημερίδα, απαντούσα με ασάφεια, εκείνος γελούσε, πάλι θα γράψεις για μένα, έλεγε, δεν ήθελα βέβαια να του εξηγήσω πως θα μπορούσα να γράφω χρόνια για κείνον, γιατί αν για τον κόσμο ήταν ο γνωστός σκηνογράφος του θεάτρου, της τηλεόρασης και του κινηματογράφου, για μένα ήταν κάτι περισσότερο.  Αδελφός της μάνας μου, ο καλλιτέχνης της οικογενείας και κυρίως ο άνθρωπος που καθόρισε την φαντασία μου, μαθαίνοντας με πώς μέσα σε κάθε ζωή υπάρχει χώρος για ένα όμορφο παραμύθι.  Τον θυμάμαι να «ντύνει» κάθε φορά τις οικογενειακές συνάξεις με τις υπέροχες περιγραφές του, να διηγείται ιστορίες πίσω από κουίντες και διαδρομές που φάνταζαν εξωπραγματικές. Τον θυμάμαι εκεί στο σπίτι του, πλάι στην Αρχιεπισκοπή, να παιδεύεται με μακέτες και γύρω του ναναι απλωμένα σε καναπέδες και πολυθρόνες, περίεργα κουστούμια, μοιρασμένα μανίκια, πολύπλοκοι γιακάδες, κεντημένα τούλια και φούστες σαν μπαλόνια. Έπαιρνε τα χρωματιστά του μολύβια, καθόταν στο μεγάλο τραπέζι της κουζίνας και άρχιζε να ζωγραφίζει άντρες και γυναίκες που φορούσανε υπέροχα ρούχα, «θα ζωγραφίζω και γω τόσο όμορφα όταν μεγαλώσω;» τον ρωτούσα με αγωνία και σαν απάντηση μου χάριζε το υπέροχο χαμόγελο του.

Ήμασταν ήδη εκεί λοιπόν. Στην έβδομη σειρά. Πλησιάζε η ώρα του μεγάλου βραβείου. Ήταν εντελώς ανυποψίαστος ότι σε λίγα λεπτά θα τον φώναζαν να ανεβεί στη σκηνή. Μέχρι που άρχισε να παίζει το βίντεο στην μεγάλη οθόνη και μια-μια οι παραστάσεις που σκηνογράφησε γεμίζαν σε καρέ- καρέ την αίθουσα. Τον παρατηρούσα για να δω την έκφραση του, στα μάτια του ένα τεράστιο ερωτηματικό, δεν καταλάβαινε τι γινόταν, «μα αυτά που δείχνει είναι δικά μου» ψέλλισε, δεν πρόλαβα να πω λέξη, το κείμενο που είχε γραφτεί για κείνον ακουγόταν ήδη από τα μικρόφωνα και το όνομα του είχε ανακοινωθεί. Το θέατρο κατακλύστηκε από χειροκροτήματα και επιφωνήματα ενθουσιασμού, κόσμος σηκώθηκε όρθιος, εκείνος άρχισε να δακρύζει, «δεν ήμουν προετοιμασμένος» κατάφερε να αρθρώσει όταν βγήκε στην σκηνή, «γιατί δεν μου το είπες;» με ρώτησε μετά και ακόμα έτρεχαν δάκρυα από τα μάτια του. Όταν αργότερα τον καληνύχτιζα έξω από την πόρτα του σπιτιού του, μου αποκάλυψε, ότι το ίδιο πρωινό είχε ακούσει τυχαία στην τηλεόραση τη πρόβλεψη του ζωδίου του, που έλεγε πως αυτή η μέρα θα του χάριζε μια απογείωση. Δεν πίστευε στα ζώδια αλλά για κάποιο λόγο διερωτήθηκε τι θα μπορούσε να του χαρίσει εκείνη την μέρα μια απογείωση. Και μέχρι το βράδυ είχε ήδη την απάντηση στο χέρι του. Μαζί με ένα μπουκέτο υπέροχα λουλούδια και ένα αγαλματίδιο που θα του υπογράμμιζε πως όλα τα «παραμύθια» που έζησε δεν ήταν μόνο στην δική του πραγματικότητα ξεχωριστά, αλλά και στην δική μας.

Μικρή, όποτε πήγαινα σπίτι του, ένιωθα πως ταξίδευα στην χώρα των θαυμάτων. Φανταχτερά υφάσματα σκορπισμένα στις καρέκλες με έκαναν να αισθάνομαι πως υπήρχε κάπου εκεί κρυμμένη  μια νεράιδα ή ένας βασιλιάς, άνοιγα με περιέργεια τις ντουλάπες που έκρυβαν παράξενες φορεσιές, ήτανε μάλιστα φορές που ντυνόμουνα και γω με δαύτες, φορούσα, θυμάμαι, τα μεγάλα καπέλα, τυλιγόμουν τα μεταξωτά υφάσματα και περνούσα τους τεράστιους γιακάδες από την μέση μου. Και κείνος μου έδινε υπόσχεση πως θα με πήγαινε σύντομα στο θέατρο, πίσω στα καμαρίνια για να παρακολουθώ τους ηθοποιούς που αλλάζανε ρούχα και φορούσανε ψεύτικες βλεφαρίδες.  Αγωνιούσα αν θα κρατήσει την υπόσχεση του, μα πάντα την κρατούσε και έτσι βρισκόμουν, γύρω στα πέντε μου, να κάθομαι πίσω από την κόκκινη βελούδινη κουρτίνα, πάνω σε ένα ξυλινο σκαμπο και να κοιτώ με μάτια ορθάνοιχτα τι συνέβαινε πάνω και πισω από την σκηνή. Δεν καταλάβαινα πολλά μα δεν με ένοιαζε, με ένοιαζε μόνο που ζούσα ένα πραγματικό παραμύθι. Όταν τέλειωνε η παράσταση, έτρεχα και τον αγκάλιασα σφικτά, δεν ήξερα πώς αλλιώς να τον ευχαριστήσω που μου χάριζε αληθινά παραμύθια «Όταν μεγαλώσω θα γίνω και γω ηθοποιός» του έλεγα, και ο μόνος λόγος που ονειρευόμουν κάτι τέτοιο ήτανε για να φοράω τα ρούχα που ο ίδιος σχεδιάζε. Μεγαλώνοντας δεν έγινα ηθοποιός, αλλά εξακολουθούσα να επιζητώ το «παραμύθι» του γιατί είχα συνειδητοποιήσει, μέσα από βιωματα, εμπειρίες και λέξεις, πως για να μπορεί κανείς να αφοσιώνεται στο δικό του παραμύθι, χρειάζονται πολύ περισσότερα πράγματα από ταλέντο και δημιουργικότητα. Χρειάζονται όλα εκείνα που ο Στέφανος Αθηαινίτης μου μάθαινε στα χρόνια, όχι μέσα από λόγια ή συμβουλές αλλά μέσα από την ίδια του την ζωή…

Κτυπώ το κουδούνι του καινούργιου ποδηλάτου και στο μπαλκόνι εμφανίζονται τα τρία σκυλιά του, έτοιμα να μου γαβγίσουν. Λατρεύει τα σκυλιά του, η Ντίβα, ο Πίγκο και ο Ρίγκο, «μωρά, φρόνιμα είναι  η Ελένη» τους  λέει και γελάμε. Ανοίγει την πόρτα του σπιτιού του, εκεί στο τέλος της καμάρας πίσω από την Αρχιεπισκοπή, στην οδό Αποστόλου Βαρνάβα, και κάθεται στα σκαλιά. Να σου φτιάξω καφέ, με ρωτάει, να μου φτιάξεις του απαντώ, και παίρνω θέση στο σκαλοπάτι. Μ’ αρέσει που λιαζόμαστε στην ξώπορτα, είναι ένα στενό γεμάτο από αναμνήσεις, δικές του και δικές μου. «Πώς ήτανε τότε που μεγάλωνες η γειτονιά;» τον ρωτώ συχνά. Και του δίνω αφορμή για να αρχίσει τις ιστορίες…Ιστορίες που αρχίζαν από κείνα τα ίδια σκαλοπάτια, όταν ο ίδιος γύρω στα εφτά του, καθότανε για ώρες και παρατηρούσε τους περαστικούς μιας γειτονιάς  γεμάτης από αντιφατικές εικόνες.  Αυτές οι αντιφάσεις ήταν που τροφοδοτούσαν την φαντασία του και ακόνιζαν την παρατηρητικότητα του. Το πρώτο του «σκηνικό» λοιπόν ήταν η Αρχιεπισκοπή, πιο πέρα το παλιό παντοπωλείο, στην αντίθετη μεριά το Παγκύπριο, πιο πίσω ο δρόμος με τις πόρνες και παραδίπλα ο κήπος της Σαλώμης όπου μια γριούλα πουλούσε φρέσκα λαχανικά. Του άρεσε να παρατηρεί τα ερωτευμένα ζευγάρια που πηγαίνανε στην Αρχιεπισκοπή για να πάρουνε τις άδειες γάμου. Και άλλωτε του άρεσε να κρυφοκοιτάζει από τις ανοιχτές πόρτες των γυναικών που περίμεναν…πελάτη, του εκανε εντύπωση πόσο εντονα βαμμένες ήταν. Κι ’ύστερα έκοβε βόλτες μέχρι την οδό Ερμού, όπου και το κατάστημα του πατέρα του, Πέτρου Αθηαινίτη, με τους ξηρούς καρπούς. Περνούσε από τα μαγαζιά των μαυραγοριτών, ύστερα από ένα κουρείο, ένα μαγειρίο, την λαική αγορά και έφτανε μέχρι την περιοχή της Αγιάς Σοφιάς. Με τα μάτια του να μαζεύουν εικόνες στο κάθε του βήμα, γιατί ανέκαθεν είχε μια ευπάθεια με ό,τι συνέβαινε γύρω του. Έτσι είναι ακόμα. Με την ίδια δόση ρομαντισμού και την ίδια περιέργεια. Που τον κάνει να βλέπει ό,τι εμείς ενδεχομένως προσπερνάμε αδιάφορα…

Κάθε Κυριακή πήγαινε στο σινεμά. Aπο μικρός. Έβλεπε δύο ταινίες, συνεχόμενες. Και μάζευε αποκόμματα με φωτογραφίες των αγαπημενων του σταρ. Λάτρευε την Ρίτα Χέιγορθ, ακόμα την λατρεύει, θυμάμαι όταν πρόσφατα αγόρασε ηλεκτρονικό υπολογιστή η πρώτη του κίνηση ήτανε να ψάξει στο youtube την σκηνή, όπου η Τζιλντα βγάζει το γάντι και τραγουδάει το λατρεμένο Put the blame on mame. Ενθουσιαζόταν με τα ρούχα που φορούσαν στο σινεμά, τα σχεδιάζε μάλιστα συχνά πάνω σε ένα κομμάτι χαρτί. Και στο σχολείο αυτό έκανε. Ζωγράφιζε συνέχεια. Αντί να διαβάζει προτιμούσε να περνάει τα απογεύματα του μέσα στις αποθήκες όπου ο πατέρας του φύλαγε τα εμπορεύματα, φτιάχνοντας, εκεί, τα πρώτα του σκηνικά. Έπαιρνε χάρτινα κασόνια και τα έκοβε και ύστερα φώναζε τα κορίτσια της γειτονιάς και τα έντυνε με παλιά φουστάνια της μάνας του. Τα έργα που ανέβαζε ηταν τα «παραμύθια» που διάβαζε. Και όταν οι μικρές ηθοποιοί δεν έπαιζαν καλά εκείνος τους θύμωνε...

Οδός Ονασαγόρου. Εκεί είδε για πρώτη φορά στην ζωή του θέατρο. Τον είχανε πάρει οι γονείς του σε ένα έργο όπου πρωταγωνιστούσε η Γεωργία Μετζίτη. Ειχε μείνει έκπληκτος. Κάθε τόσο ρωτούσε την μητέρα του, ποια είναι αυτή η ηθοποιός, δεν ήθελε να ξεχάσει το όνομα της, και δεν το ξέχασε. Την συνάντησε ξανά, χρόνια μετά, όταν δουλευε πια σαν σκηνογράφος, «ήτανε μια μέρα στο Ρικ», μου περιγράφει, «δεν είχε μέσο να πάει στο σπίτι της, προσφέρθηκα να την πάω» και στην διαδρομή άρχισε να του μιλάει για τον άντρα της που είχε ψυχολογικά προβλήματα και δεν ήθελε με τιποτα να τον δει να καταλήγει στα ψυχιατρεία». Του ειχε μάλιστα εκμυστηρευτεί πως για παρηγοριά, συνήθιζε να του τραγουδάει ένα τραγούδι του Μπιθικώτση, εκεινο που έλεγε για ένα γαρίφαλο στο στόμα… Όταν την άφησε ήτανε ήδη ταραγμένος…Θυμήθηκε την πρώτη φορά που την είχε δει στο θέατρο. Και συνειδητοποίησε πως η πορεία αυτής της γυναίκας δεν ήταν έτσι όπως εκείνος ήθελε να φαντάζεται. Πως έμεινε μόνη, χωρίς κανένα να την νοιάζεται. «Αυτά δεν τα συγχωρώ» μου είχε πει τότε και μου το λέει ακόμα, γιατί μέσα του είναι άρρηκτα συνδεδεμένες οι έννοιες ανθρωπιά, τέχνη και ζωή. Δεν νοείται το ένα χωρίς το άλλο. Και αν είναι να επιλέξει τότε προτιμά να τον χαρακτηρίσουν κακό καλλιτέχνη παρά κακό χαρακτήρα. «Για μένα πάντα μετρούσαν πρώτα οι ανθρώπινες σχέσεις», μου λέει και αυτό το κρατώ σαν ένα από τα μαθήματα που μου έδωσε. Γιατί στην πορεία συνειδητοποίησα ότι το πιο σημαντικό ταλέντο που πρέπει να καλλιεργεί κανείς αν θέλει να μεγαλώσει την ψυχή του είναι το ταλέντο της ανθρωπιάς. Όταν, λοιπόν, το βράδι της απονομής, είδα τους συναδέλφους του να σηκώνονται όρθιοι και να τον χειροκροτουν συγκινημένοι, τότε μέσα μου ήξερα πολύ καλά πως το αγαλματίδιο που κρατούσε δεν ήταν μόνο για ό,τι πρόσφερε σαν σκηνογράφος αλλά κυρίως για ό,τι μοιράστηκε σαν άνθρωπος.

1961. Στο σπίτι της οδού Αποστόλου Βαρνάβα, έχουνε ήδη μαζευτεί θειάδες και γειτόνισσες. Κάθονται όλες στο σαλόνι μαζί με τους γονείς του και κλαίνε. Τι συμβαίνει; Ο μικρός Στέφανος φεύγει για σπουδές στην Αθήνα. «Λες και έφευγα για μετανάστης» μου λέει και γελάει. Κάπως έτσι τον αποχαιρέτησε λοιπόν η γειτονιά. Και κείνος έφτασε στην Αθήνα για να θητεύσει στην Σχολή Κινηματογράφου Ιωαννίδη και Τσουκα. Είναι το πρώτο του ταξίδι, αισθάνεται σαν ένα παιδί από την επαρχία που πάει στην πρωτεύουσα.  Στο τέταρτο μάθημα τον περιμενει μια έκπληξη: «Ο δάσκαλος της σκηνογραφίας μας ανακοίνωσε ότι θα ερχόταν ο ηθοποιός Μιχάλης Νικολινάκος. Έπαθα την πλάκα μου. Ένας άνθρωπος που θαύμαζα στον κινηματογράφο, ήταν ξαφνικά δίπλα μου και μου μιλούσε. Κάτι τέτοια με τρέλαιναν. Και ακόμα, αν μου τύχει κάτι παρόμοιο, έτσι θα αισθανθώ». Του έτυχε πολλές φορές στην πορεία του. Μια από αυτές ήταν όταν, αργότερα, ο Εύης Γαβριηλίδης του είχε τηλεφωνήσει για να του πει πως ετοιμάζεται να σκηνοθετήσει την «Σαμία» και πως τον ήθελε σαν βοηθό σκηνογράφο του Μίνου Αργυράκη. Ενθουσιάστηκε, σχεδόν δεν το πιστευε ότι θα είχε την ευκαιρία να δουλέψει πλάι σε ένα καλλιτέχνη που θαύμαζε χρόνια. Θυμάται  την πρώτη μέρα γνωριμίας τους: «Είχε φέρει τα σχέδια των κουστουμιών και με ένα πολύ γλυκό ύφος μου ειπε, «παιδί μου εγώ δεν ασχολούμαι με το κουστούμι και τα υφάσματα. Αυτά είναι τα σχέδια μου, εσύ θα ασχοληθείς». Είχε λοιπόν την πλήρη ελευθερία να διαλέξει υφάσματα και να κάνει τις προσθήκες ή αφαιρέσεις του στα κουστούμια. Ο Μίνος Αργυράκης καθόταν σε ένα σκαμνάκι στο στούντιο, έβαζε δίπλα του μια μπουκάλα ζιβανία και σχεδιάζε με το πινέλο του τα σκηνικά, ενώ την ίδια ώρα φιλοσοφούσε, λες και έγραφε ποιήματα. Μια ακόμα τέτοια συνάντηση ήταν με την Σαπφώ Νοταρά σε ένα λεωφορείο που πήγαινε προς Επίδαυρο. Συνεπιβάτες σ’ αυτό ο νεαρός  Στέφανος και η Σαπφώ. Σε μια στάση για νερό πιάνουν κουβέντα, εκείνη θέλει να μάθει για την Κυπρο εκείνος της λέει ότι είναι σκηνογράφος, στα πρώτα του βήματα, και τότε εκείνη του λέει με την βραχνή χαρακτηριστική της φωνή «παιδί μου εύχομαι όλα να σου πάνε καλά». Χρόνια μετά το ίδιο λεωφορείο ξεκινά και πάλι για Επιδαυρο και τι σύμπτωση,  συνεπιβάτες και πάλι ο Στέφανος με την Σαπφώ. «Γειά σου βρε Κύπριε σκηνογράφε» του φωνάζει από την άλλη άκρη του λεωφορείου και εκείνος χαμογελάει με τις συμπτώσεις που του επιφυλάσσει η ζωή…

Η κ. Συμεωνίδου είναι μια ακόμα κινηματογραφική φιγούρα στην ζωή του. Μια φοβερή γυναίκα από την Αίγυπτο που έμοιαζε με την Κάρολ Λόμπαρτ, η οποία του νοικίαζε ένα δωμάτιο, τον πρώτο καιρό που σπουδαζε στην Αθήνα. Κάθε μέρα του διηγόταν ιστορίες της Αιγύπτου με αποτέλεσμα όταν εκείνος μετά από χρόνια ταξιδεύει για πρώτη φορά στην Αίγυπτο, νιώθει λες και έχει ήδη ζήσει εκεί. Λατρεύει την Μέση Ανατολή. Την Βηρυτό, την Συρία, την Αλεξάνδρεια. Μια μέρα θα σε πάω να δεις τις πυραμίδες, μου έλεγε όταν ήμουν μικρή και έτσι και έγινε. Θυμάμαι ακόμα εκέινο το ταξίδι μας, να περιπλανιομαστε στις λαικές αγορές και να γοράζει υπέροχα ασημένια κοσμήματα. Κάθε φορά που γύριζε από τα ταξίδια του έφερνε τέτοια παράξενα κοσμήματα, σαν έργα τέχνης, τα χάριζε στην μάνα μου και κείνη τα φυλαγε σε ξύλινα κασόνια. Όλα αυτά όμως έγιναν μετά. Τότε, το πρωτο χρόνο της Αθήνας, τις Δευτέρες του τις αφιέρωνε πάντα στο σινεμά. Μονίμως στο Παλλάς. Τις υπόλοιπες πήγαινε θέατρο. Λάτρευε να βλέπει την Λαμπέτη και την Παξινού. Λάτρευε να πηγαίνει και στο θέατρο τέχνης του Καρόλου Κουν. «Έφευγα από κει και ένιωθα πως πετούσα» μου περιγράφει «τότε ήταν που συνειδητοποιούσα ποιο δρομο είχα διαλέξει και πόσο έπρεπε να δουλέψω για να αποκτήσω μια καλλιτεχνική ταυτότητα». Όταν επιστρέφει Κύπρο, η πρώτη δουλειά που κάνει σαν σκηνογράφος ήταν «Οι καλικάντζαροι» του Θεοτοκά. Έχει φοβερό άγχος. Δουλέυει ασταμάτητα. Κάνει τα πάντα μόνος του, ακόμα και τα βαψίματα. Γυρνάει στο σπίτι γεμάτος μπογιές, η μάνα του, του λέει «πήγες τόσα χρόνια να σπουδασεις για να γυρνάς στο σπίτι γεμάτος μπογιές;». Στην πρώτη παράσταση ωστόσο είναι όλοι τους εκεί, γονείς, συγγενείς, αγαπημένοι φίλοι. Και ύστερα τον καλούν στο ΟΘΑΚ για να σκηνογραφήσει το έργο «Πρόσκληση στον Πύργο». «Στην πρεμιέρα η ατμόσφαιρα ήτανε υπέροχη» θυμάται. «Εκείνη την μέρα ένιωσα ότι εδώ ανήκω. Αγαπούσα αυτό που έκανα» λέει. Και μετά όλα κύλησαν όπως έπρεπε…Μπήκε στην τηλεόραση, μετά στο θεατράκι του ΡΙΚ και αργότερα στο Θεατρικό Οργανισμό Κύπρου. Δούλευε με μια φοβερή ενέργεια. Όπως όλοι που τότε πρωτοάρχιζαν. «Ήμασταν μια παρέα νέων παιδιών» μου λέει «που ονειρευόταν να κάνει ωραίες παραστάσεις…».

Καλοκαίρι. Πολλά χρόνια πριν. Καθόμασταν στην αυλή του σπιτιού του, τότε ο Πίγκο και ο Ρίγκο δεν υπήρχαν, μόνο η Ντίβα έχωνε την μουσούδα της στα πόδια μας. Πίναμε το καφέ μας, μιλούσαμε για την Επίδαυρο. Και ήτανε η πρώτη φορά που τον άκουγα να εκφράζει παράπονο. Ποτέ του δεν παραπονιόταν. Για τίποτε. Και όταν δεν αισθανότανε καλά είχε τον δικό του τρόπο να το χειριστεί. Δεν ήθελε να σε επιβαρύνει με πρόβλημα, ήθελε πάντα να σου χαρίζει χαμόγελα και αστεία. Εκείνο ωστόσο το πρωινό είχε την ανάγκη να μοιραστεί το παράπονο του. Που ποτέ μέχρι τότε δεν τον είχανε επιλέξει να σκηνογραφήσει για την Επίδαυρο. Διερωτώμαι γιατί δεν μου δόθηκε η ευκαιρία, μου έλεγε και γω θύμωνα πιο πολύ από κέινον αλλά δεν ήθελα να του το δείξω. «Θα πάς, είμαι σίγουρη», του έλεγα  «και όταν θα γίνει, όπου και νάμαι θα ταξιδέψω εκεί για να σε χειροκροτήσω», του έδινα υπόσχεση. Πέρασε καιρός. Και ήτανε και πάλι καλοκαίρι. Εκείνος ήδη βρισκόταν στην Επίδαυρο. Με τις «Φοίνισσες» του Ευρυπίδη, σε σκηνοθεσία του Νίκου Χαραλάμπους. Ήταν ο ενδυματολόγος της παράστασης. Και επιτέλους του είχε δοθεί η ευκαιρία. Ναι, την θεωρεί σαν μια από τις πιο σημαντικές στιγμές στην καριέρα του. Και γω κράτησα την υπόσχεση μου. Ταξίδεψα μέσα σε ένα λεωφορείο, από τα Κιθηρα (όπου βρισκόμουν για διακοπές) στην Επίδαυρο, το βράδι χειροκροτούσα σαν τρελή και ύστερα τον εβλεπα να τα πίνει στου Λεωνίδα με όλο το θιασο και ήτανε τόσο χαρούμενος…Συνέβηκαν πράγματα που τον είχαν πληγώσει κατά καιρούς, μου είχε ομολογήσει σε  άλλη ανύποπτη στιγμή αλλά είχε αυτή την φοβερη ικανότητα να μην τα κουβαλά σαν βάρη. Εκείνο που πάντα τον έκανε να αισθάνεται καλά ήταν που δεν χρειάστηκε ποτε να χτυπήσει πόρτες. Μεχρι να καθιερωθεί σαν σκηνογράφος έκανε διαφορες δουλειές παράλληλα. Κι’αυτό γιατί ήθελε να έχει την οικονομική ανεξαρτησία ώστε να μπορεί να επιλέγει πού θα διοχετεύσει το ταλέντο του. «Για ένα αισθάνομαι πολύ καλά» μου ομολόγησε κάποτε. «Πώς όλα αυτά τα χρόνια, ό,τι προγραμμάτισα το έκανα. Και ακόμα κάνω σχέδια και όνειρα, λες και θα ζήσω άλλα εκατό χρόνια»…

Βραδιά απονομής βραβείων ΘΟΚ. Καθόμαστε στην έβδομη σειρά. Εκείνος είναι ακόμα ανυποψιάστος. Μέχρι που αρχίζει να παίζει το βίντεο στην οθόνη. Καρέ-καρέ οι παραστάσεις που σκηνογράφησε. Καρε- καρέ και η ζωή του. Τον βλέπω να δακρύζει. Και συγκινούμαι. Μέχρι να βγει στην σκηνή και να ζήσει το χειροκρότημα από τον κόσμο με τον οποίο μοιράστηκε στα χρόνια, όχι μόνο το ταλέντο του αλλά και τον εαυτό του, ακούω το κείμενο που του αφιερώνεται. Και, ναι, κάθε φράση του αξίζει. Γιατί πράγματι… «σχεδίασε τις λέξεις, χρωμάτισε τις ιδέες, έστησε όνειρα και εφιάλτες, ζωντάνεψε εποχές και κίνησε τις ψυχές μας δημιουργώντας μοναδικά θεατρικά κοστούμια και σκηνικά. Έντυσε με την τέχνη του το λόγο των θεατρικών συγγραφέων και των ηρώων τους. Τους έφερε στα μονοπάτια της καρδιάς μας να κινούνται αιθέριοι, μαγικοί, τρομακτικοί, καθημερινοί, φαντάσματα του υποσυνείδητου κι αχτίδες λαμπερές που μάχονταν τη συννεφιά του κόσμου. Τα κοστούμια του μένουν πάντα ιερά τεκμήρια των ηρώων που πέρασαν από τη θεατρική σκηνή, καταφέρνοντας να μας παρασύρουν σ’ έναν αιώνιο διάλογο με το χρόνο, το χρώμα, την κίνηση και το φως, αλλά και με τα πάθη, τα όνειρα και τις Ερινύες μας. Ο Στέφανος Αθηαινίτης μας ξενάγησε στις Πολιτείες των Σκηνικών και των Κοστουμιών της Ψυχής του και μας ταξίδεψε στα ονειρικά τρίστρατα της Μαγείας που συνθέτουν τη Θεατρική Τέχνη".

Back to top