Μικρές λευκές νιφάδες

Ευχόσουνα, έγραφες, να ξημερώσει και νάναι ντυμένα όλα στα λευκά. Ευχόσουνα δηλαδή να σκεπαστούν όλα ξανά, έστω και για λίγο, από μια αθωότητα.   

 

images
Back to top

Πρώτα ήταν το χιόνι και μετά εκείνη η βόλτα στην θάλασσα. Δηλαδή πρώτα γέμισε το τζάμι του αυτοκινήτου μου με λευκές νιφάδες και ύστερα πήρα εκείνο το δρόμο που με πήγε μέχρι την θάλασσα. Τίποτα από τα δύο δεν διήρκησε πολύ. Μα και στα δύο πρόλαβα να συνειδητοποιήσω πως κάποιες φορές δεν χρειάζεται τίποτα περισσότερο από μία απρόσμενη στιγμή για να σου σβήσει, όπως μια γομολάστιχα, τις μουντζούρες του μυαλού. Εκείνες δηλαδή τις μαύρες ασυνάρτητες γραμμές που σχηματίζουν μέσα σου ασφυκτικά τετράγωνα, ασφυκτικά κουτιά που εγκλωβίζουν το χρώμα και το κάνουν να μοιάζει με ενοχή, παρά με βεβαιότητα. Πρώτα λοιπόν ήτανε το χιόνι. Εκείνες οι μικρές λευκές σταγόνες που πέφτανε απρόσμενα, λες και κάποιος ήθελε να δώσει σήμα πως τελικά μπορείς να αραιώσεις το μαύρο από το τίποτα, και εννοώ πως το τίποτα είναι απλά μια στιγμή, από κείνες που δεν φαντάζεσαι πως κουβαλούν μια μικρή ή μια μεγάλη απάντηση.

Δεν θυμάμαι την τελευταία φορά που έριξε χιόνι στους δρόμους της πόλης. Και εννοώ πως δεν θυμάμαι ποιες αγωνίες και ερωτηματικά είχανε στοιβαχτεί στην καθημερινότητα σου εκείνη την εποχή. Το μόνο που θυμάμαι είναι πως περίμενα να ξημερώσει για να ανοίξω τα παράθυρα με την ευχή να τα δω όλα λευκά, με την ευχή, δηλαδή, να σκεπαστούν όλα ξανά, έστω και για λίγο, από μια αθωότητα. Ήτανε πολλά χρόνια πριν, τότε δεν είχα κινητό που να βγάζει φωτογραφίες, ούτε και σύ, τότε δεν ανταλλάζαμε ηλεκτρονικά μηνύματα, ούτε και κάναμε upload τις χαρές ή τα ζόρια μας. Μα θυμάμαι πως ήταν ο ίδιος ενθουσιασμός που ξαφνικά κάτι ταρακούνησε την μέρα και την έκανε να μοιάζει σαν ένα παιγνίδι, όπως εκείνες τις μικρές στρογγυλές γυάλινες σφαίρες που τις αναποδογυρίζεις και χαίρεσαι να τις βλέπεις να γεμίζουνε από λευκές νιφάδες. Κάπως έτσι λοιπόν και τώρα. Λίγο πριν μου μιλούσες για τις αγωνίες σου, είχες μάλιστα ένα σφίξιμο στο στομάχι, πως τα δεδομένα σου, τα δικά σου και του κόσμου, μοιάζουν να ανατρέπονται ξανά, πως οι ισορροπίες κλονίζονται και εκεί έξω στο δρόμο, δεν ξέρεις σε ποια ακριβώς γωνιά είναι που αποφάσισε να κρυφτεί το αύριο. Τέτοια μου έλεγες, δεν είχες και άδικο, γιατί τα χέρια μας λερώνονταν συνέχεια από τα μελάνια των πρωτοσέλιδων, σαν λεκέδες έμοιαζαν πια οι ειδήσεις από κείνους που φοβάσαι πως δεν πρόκειται να φύγουν, γιατί όσα λευκαντικά και να χρησιμοποίησες μέχρι τώρα, δεν σου έχουνε μάθει πώς να εξαφανίζεις αυτού του είδους τις βρωμιές…δεν είχες κι’ άδικο λοιπόν. Άναβες το ένα τσιγάρο μετά το άλλο κα γω άφηνα το σταχτοδοχείο να γεμίζει από τις γόπες σου, σε άκουγα και κουνούσα το κεφάλι και ύστερα σούλεγα πως όποια κι’ αν είναι η πραγματικότητα, αυτό που έχει ίσως σημασία είναι να της κάνουμε χώρο να περάσει και όχι να την νιώσουμε σαν το μοναδικό χώρο που μας έχει απομείνει. Δεν ξέρω αν είχες καταλάβει τι εννοούσα μα δεν πρόλαβα να σου εξηγήσω γιατί με πρόλαβε το χιόνι και εννοώ πως εκείνη ακριβώς την στιγμή ήταν που γέμισε το παράθυρο σου από λευκές νιφάδες που ταξιδεύανε πάνω από την πόλη και πάνω από την καθημερινότητα μας. Και τότε τρέξαμε και οι δύο προς το τζάμι, κόλλησες τη μούρη σου πάνω στο γυαλί, πλάι σου και γω και ύστερα είδαμε στα απέναντι παράθυρα κι’ άλλες μούρες κολλημένες στα τζάμια, πήρες το κινητό και έβγαζες φωτογραφίες, και μας έπιασε ένας απρόσμενος ενθουσιασμός, τσίριζα από χαρά, και συ το ίδιο, και οι μούρες στα απέναντι παράθυρα κι’αυτές ήτανε μέσα στα τεραστια χαμόγελα, όλη η πόλη ξαφνικά γέμισε από λευκές νιφάδες και τεράστια χαμόγελα…Τίποτα άλλο δεν είπαμε μετά. Εγώ πήρα το αμάξι και έφτασα μέχρι την θάλασσα και συ μου έστειλες μήνυμα αργά το βράδι, πως ευχόσουνα, έγραφες, να ξημερώσει και νάναι ντυμένα όλα στα λευκά. Ευχόσουνα δηλαδή να σκεπαστούν όλα ξανά, έστω και για λίγο, από μια αθωότητα.

φωτό: Στέλιος Καλλινίκου

Back to top