Μαργαρίτα Καραπάνου

Κάνω το παν για να είμαι ευτυχισμένη

images
Back to top

Θυμάμαι ακόμα όταν, φοιτήτρια στην Αθήνα, διάβασα για πρώτη φορά τον Υπνοβάτη. Είχα μείνει άναυδη. Κλειδώθηκα σπίτι για πολλά βράδια μέχρι να το τελειώσω. Και έλεγα μακάρι να μπορούσα να γράφω έτσι. Κι’ ύστερα απορούσα. Πως νάναι αυτή η γυναίκα που έχει αυτή την γραφή; Τι σκέφτεται; Πώς νιώθει; Μάζευα πληροφορίες για την ζωή της. Ότι η Μαργαρίτα Καραπάνου γεννήθηκε στην Αθήνα αλλά μεγάλωσε στην Ελλάδα και στην Γαλλία. Σπούδασε κινηματογράφο στο Παρίσι σε μια εποχή που εκείνη η πόλη μεσουρανούσε. Τα ιερά τέρατα του 60 ήταν φίλοι της μητέρας της. Η μητέρα της Μαργαρίτα Λυμπεράκη (ναι της είχε δώσει το ίδιο όνομα, γι’αυτό κάποια στιγμή ένιωσε πως μεγάλωνε χωρίς ταυτότητα), συγγραφέας κι’αυτή. Τον πατέρα της δεν τον έβλεπε πολύ. Οι γονείς της είχαν χωρίσει στα οκτώ της….

Θυμάμαι ακόμα και τα εγκωμιαστικά σχόλια στον τύπο την εποχή που ο Υπνοβάτης κέρδισε το βραβείο καλύτερου ξένου μυθιστορήματος στην Γαλλία. Πρέπει να διαβάζει κανείς την Καραπάνου όπως διαβάζουμε τον Ρεμπό, όπως κοιτάμε την απόλυτη ομορφιά στο μάτι ενός τίγρη…»

Πέρασαν χρόνια. Στην διάρκεια των οποίων διάβασα όλα της τα βιβλία (Η Κασσάνδρα και ο Λύκος, Rien ne va plus, Ναί ). Έχωντας στο πίσω μέρος του μυαλού μου την ίδια απορία…Πως νιώθει αυτή η γυναίκα όταν γράφει;

Ήταν πριν από λίγες βδομάδες, λοιπόν, όταν προσγειώθηκε ένας σφραγισμένος φάκελος στο γραφείο μου με αποστολέα τις Εκδόσεις Ωκεανίδα. Τον άνοιξα σχεδόν αφηρημένα, μέσα στο φόρτο της δουλειάς. Και βρέθηκα μπροστά στο «Μήπως». Στο βιβλίο που η Μαργαρίτα Καραπάνου κάνει ένα εξομολογητικό διάλογο μαζί με την φίλη της ψυχολόγο Φωτεινή Τσαλίκογλου, αποκαλύπτοντας για πρώτη φορά ότι εδώ και 30 περίπου χρόνια βασανίζεται στα μονοπάτια της μανιοκατάθλιψης.

Μιλά συγκλονιστικά. Ή μάλλον όσα έχει ζήσει συγκλονίζουν. Όπως συγκλονίζει κι’αυτή η δύναμη της να τα εκθέσει, γυμνά και αληθινά, μέσα σ’αυτό το βιβλίο. Θυμάμαι ξανά την απορία μου που είχα όταν διάβαζα τον Υπνοβάτη, καθώς η ίδια πια περιγράφει πως ένιωθε τότε: Ήταν σε μια Ύδρα άδεια, φοβερή και άγρια. Στο σπίτι της δεν δουλεύαν τα ηλεκτρικά, η ίδια βρισκόταν σε μια κατάσταση φοβερή. Κάθισε στο τραπέζι της δοκιμάζοντας να γράψει μα δεν μπορούσε καθόλου. Και τότε πήρε το μελάνι και το ήπιε. Ένα ολόκληρο μπουκάλι κόκκινο μελάνι…».

Να πώς ένιωθε αυτή η γυναίκα που έγραφε τόσο υπέροχα.

Στα 20 της έπαθε την πρώτη της μεγάλη μανία. Ανέβηκε στο σπίτι κλειδώθηκε και ήταν έτοιμη να πηδήξει από το μπαλκόνι. Η μαμά της από κάτω να κλαίει. Και ένας ταξιτζής που ήταν κι’αυτός από κάτω είπε στην μαμά της «μην στεναχωριέσαι, Εγώ θα στη φέρω την κόρη σου». Κι’αυτό έκανε. Ακόμα τον θυμάται τον Μπάμπη. Και ειδικά κάθε φορά που έμπαινε στη κλινική και δεν συναντούσε από κανένα ούτε συμπόνοια ούτε αγάπη. Κανείς δεν της είχε πεί ποτέ την φράση «δεν φταις εσύ»…

Να πως ένιωθε…Όταν είχε γράψει την Κασσάνδρα και το Λύκο και έλαβε ένα  γράμμα. Ένα γράμμα που έλεγε… «περάσαμε την ίδια παιδική ηλικία-φοβερή και τρομερή. Η διαφορά όμως είναι ότι εσείς γίνατε συγγραφέας και γω δολοφόνος». Ήταν μια μαύρη θανατοποινίτισσα που είχε σκοτώσει τα τρία παιδιά της και είχε βρει κατά τύχη το βιβλίο αυτό στην βιβλιοθήκη της φυλακής. Της έστειλε λοιπόν εκείνο το γράμμα.

Να πως ένιωθε…Έζησε σε μεγάλη απομώνωση πολλά χρόνια. Γινόταν καλά για τρείς τέσσερεις μήνες και μετά πάλι αρρώσταινε. Τριάντα χρόνια η ίδια ιστορία. Την ίδια ώρα που οι άλλοι νόμιζαν πως έκανε ζωή τζέτ-σετ. Πως γυρνούσε στην Ύδρα, στο Παρίσι, στην Αθήνα…Όταν ήταν πολύ άρρωστη ένιωθε ότι γύρω της δεν υπάρχει τίποτα. Μόνο η απόλυτη έρημος. Ήθελε μόνο να πεθάνει. Σήμερα όμως είναι καλά. Και τίποτα άλλο δεν θέλει, παρα μόνο νάναι καλά.

Να πως ένιωθε…Την δεύτερη και τελευταία φορά που βρέθηκε στην κλινική, ένιωθε πολύ δυστυχισμένη. Ένα πρωί κοιτούσε έξω από το παράθυρο και εκεί στο περβάζι ήρθε και στάθηκε ένα πουλάκι πολύ μικρό. Σηκώθηκε και το πλησιάσε. Απλώς το κοιτούσε. Και μέσα της αισθάνθηκε κάτι, αλλά πολύ πιο βαθειά από την αρρώστια, που έλεγε «Μήπως;». Η ίδια λέει στο βιβλίο της: Σε τελική ανάλυση μήπως τι; Μήπως όλα; Πάει πέρα πια από την λέξη. Εγώ πάσχω από την αρρώστια του «μήπως;». Και είναι η μανιοκατάθλιψη. Είναι οι δύο πόλοι. Και οι δύο πόλοι αυτοί είναι οι πόλοι του μήπως. Άρρωστη-καλά-άρρωστη-καλά….Σπουργίτι-θάνατος-σπουργίτι-θάνατος. Εγώ έτσι ζώ. Έτσι έχω μάθει.

Να πως ένιωθε…

Κλείνω το βιβλίο. Έχω τελειώσει και το τελεύταιο κεφάλαιο. Μέσα σχεδόν σε μια μόνο μέρα. Αποφασίζω να της ζητήσω μια συνέντευξη. Στέλνω ηλεκτρονικό γράμμα στην Ωκεανίδα. Σαν ένα προσωπικό γράμμα. Διαβάζω κάπου πως έχει αποφασίσει να σπάσει την σιωπή της για να βοηθήσει πια τους ανθρώπους που ίσως ταλαιπωρούνται μ’αυτή την ασθένεια, να μιλήσουν. Να τους βοηθήσει να μην τα βάζουν κάτω, να ερωτευτούν, να ζήσουν, να ταξιδέψουν. Γιατί όλα γίνονται. Έτσι λέει. Και έχω πια αλλιώς διαμορφωμένη μέσα μου την παλιά μου απορία. Πως ένιωθε αυτή η γυναίκα το εξομολογείται σε όλοκληρο το «Μήπως». Εκείνο που με κάνει να απορώ είναι πως άραγε να νιώθει τώρα μέτα από αυτή την συγκλονιστική εξομολόγηση;

Στην Αθήνα είναι καύσωνας. Οι ερωτήσεις μου έχουνε φτάσει κοντά της ηλεκτρονικά. Αισθάνεται κουρασμένη. Θέλει να φύγει από αυτή την ζέστη. Έχει κάνει ήδη μια συνέντευξη τύπου, έχει ήδη μιλήσει σε μερικά έντυπα, θέλει τώρα ξεκούραστει. Αγωνιά μήπως και δεν μου μεταβιβάσει η Μαριάννα (η υπεύθυνη στις εκδόσεις Ωκεανίδα) πόσο συγκινήθηκε όταν έλαβε το γράμμα μου. Και ζητάει να την συγχωρέσουμε γιατί προτίμησε να απαντήσει γραπτώς. Παραλαμβάνω τις απαντήσεις της και τις αντιγράφω έτσι όπως ακριβώς τις διατύπωσε. Δεν αλλάζω ούτε σημείο στίξης και απλά εύχομαι κάποια μέρα, πιο δροσερή, να μπορέσουμε κάποτε να συναντηθούμε, από κοντά με την κ. Καραπάνου για ένα φλυτζάνι καφέ, και ένα τσιγάρο, για τα μικρά δηλαδή και τα απλά, εκείνα που η ίδια γνωρίζει πολύ καλά πια πώς την κάνουν ευτυχισμένη!

-Μόλις χθές τέλειωσα το βιβλίο ΜΗΠΩΣ και πραγματικά η πρώτη μου απορία ήταν τί σας έκανε τώρα να κάνετε αυτό το διαλογικό βιβλίο, «να βγείτε ένα περίπατο έξω για να πάρετε αέρα»;

Αυτά τα πράγματα δεν εξηγούνται. Έρχονται από μόνα τους. Το πρώτο πράγμα που ήθελα ήταν να μοιραστώ την αγάπη που με ενώνει με τη Φωτεινή. Όταν αγαπάς μοιράζεσαι με τον άλλον

-Είστε ένας άνθρωπος πολύ βασανισμένος. Δική σας η φράση. Που όμως δεν τα έβαλε κάτω. Τί ήταν αυτό κ. Καραπάνου που όχι μόνο σας κράτησε στην ζωή μέσα από τόσες φοβερές εμπειρίες, αλλά σας έβγαλε και νικήτρια;

Αγαπώ πολύ τη ζωή. Έχω μια λατρεία για τη ζωή κ αυτό ακόμα και στις χειρότερες στιγμές μου με ώθησε να μην το βάλω κάτω, μαζί με την ελπίδα ότι θα γίνω καλά. Και έτσι και έγινε. Τώρα αισθάνομαι  πολύ δυνατή. Αυτό που για όλους είναι δεδομένο, δεν είναι για μένα. Το να πιει κάποιος ένα καφέ για παράδειγμα το πρωί, μαζί μ’ ένα τσιγάρο, αν καπνίζει, για μένα είναι μια απέραντα ευτυχισμένη στιγμή. Είμαι ευτυχισμένη με μικρά πράγματα.

Αισθάνεστε νικήτρια με την ουσιαστική έννοια, λέτε στο «Μήπως». Ποιά είναι η νίκη με την ουσιαστική έννοια;

Είναι να ξαναβρείς τη ζωντάνια σου και να μπεις πάλι στη ζωή. Έχασα 30 χρόνια ζωής με την αρρώστια και τώρα είμαι έξω στο φως.

Δεν αισθάνεστε θυμό μέσα σας; Θυμό απέναντι πχ στους γιατρούς των ψυχιατρείων. Θυμό που κανείς δεν βρέθηκε να σας δώσει συμπόνοια και αγάπη.

Όχι πια κακία. Γιατί η κακία δηλητηριάζει αυτόν που την νιώθει κ όχι τον άλλο. Έχουν φύγει πια όλα τα αρνητικά.

Αισθάνεστε ευγνώμων απέναντι στην μανιοκατάθλιψη;

Ναι. Παράξενη ευγνωμοσύνη. Με έκανε να δω τον πόνο τον δικό μου και τον πόνο των άλλων. Δεν θα ήμουν ο ίδιος άνθρωπος αν δεν τα είχα περάσει.

Σε μια συνέντευξη σας είχατε πεί ότι η αρρώστια αυτή σας έμαθε τους ανθρώπους. Τι εννοείτε;

Ότι τώρα τους πιάνω στον αέρα.

Το ότι οι γιατροί σας είπαν πως αν η ζωή σας ήταν πιο κανονική μπορεί να μην είχε έρθει καθόλου η μανιοκατάθλιψη σας αφήνει μια πίκρα;

Ναι. Η παιδική μου ηλικία ήταν ανώμαλη έως εγκληματική. Αν τα παιδικά μου χρόνια ήταν όπως των πιο πολλών παιδιών, ίσως να μην είχε εκδηλωθεί η μανιοκατάθλιψη.

Πιστεύετε πως πίσω από οτιδήποτε γράφεις ή δημιουργείς υπάρχει κάτι που έχει χαθεί;

Όταν γράφεις, πάντα το κάνεις από έλλειψη. Όλοι οι συγγραφείς είναι καταθληπτικοί. Μέσα τους νιώθουν την έλλειψη. Οι απόλυτα υγιείς, γιατί να γράψουν;

Πως αισθάνεστε όταν γράφετε κ. Καραπάνου;

Νιώθω ευτυχισμένη.

Γιατί θελήσατε τώρα να γράψετε ένα θρίλερ;

Θέλω να δοκιμάσω ένα καινούργιο είδος στο γράψιμο. Έχω λατρεία στα θρίλερ, βίντεο, βιβλία, τα πάντα. Για μένα είναι μια πρόκληση μεγάλη. Να γράψω για να φοβούνται οι άλλοι...

Η λέξη «μήπως» είναι η πιο βασική λέξη της ζωής σας;

Από τις πιο βασικές.

Πιστεύετε στην ευτυχία;

Πάρα πολύ. Αφάνταστα. Το μόνο πράγμα που πιστεύω 100%. Κάνω το παν για να είμαι ευτυχισμένη.

Ποια θα λέγατε ότι ήταν τα πιο ωραία χρόνια της ζωής σας;

Τώρα. Φέτος γίνομαι 60 και δεν ντρέπομαι να το πω. Άλλοι το κρύβουν. Εγώ πέρασα Γολγοθά.

Πως αισθανόσασταν όταν μέσα σε αυτό το βιβλίο αποκαλύπτατε πράγματα πολύ σοκαριστικά για την ζωή σας; Αυτή η γυμνή έκθεση προυποθέτει υποθέτω μια υπέρβαση;

Ναι αλλά δεν θα το την έλεγα σοκαριστική. Την λέξη σοκαριστική την βρίσκω πρόστυχη. Το σοκάρω δεν έχει σχέση με το εκτίθεμαι.

 

 

Back to top