Λίγη ανθρωπιά

"Εμένα εκείνο που με ενδιαφέρει είναι η ανθρωπιά. Όποιος από όλους αυτούς μου αποδείξει πως έχει λίγη ανθρωπιά εκείνον θα πιστέψω".

images
Back to top

Η ταβέρνα της δύο βήματα από την θάλασσα. Με πράσινες τέντες και αγιόκλημα και μπόλικες γλάστρες με βασιλικούς. Με καρό τραπεζομάντηλα και ξύλινες καρέκλες και με μια θέα που σου έκοβε την ανάσα. Στο δρόμο προς τον Κάτω Πύργο λίγο έξω από τα Κόκκινα, συγκεκριμένα στην Μανσούρα. “Εδώ σερβίρουμε φρέσκο ψάρι” έγραφε η ταμπέλα, σταματήσαμε με το αμάξι, δεν είδαμε κανένα άλλο πελάτη, είχε ήδη πάει απόγευμα, κοντά στην ώρα που ο ήλιος θα γινότανε ολοκόκκινος και ταυτόχρονα από την άλλη πλευρά του βουνού ετοιμαζόταν να εμφανιστεί το πιο στρογγυλό φεγγάρι του χρόνου. Κατέβασα το τζάμι, μια γυναίκα κοντά στα πενήντα εμφανίστηκε με μαύρη βερμούδα και τα μαλλιά πιασμένα, είστε ανοιχτοί την ρώτησα, και βέβαια μου απάντησε. Διαλέξαμε ένα τραπέζι πλαί στην θάλασσα, να βλέπουμε απέναντι-απέναντι ήλιο και φεγγάρι. Εκείνη μας ενημέρωσε πως τα μπαρμπούνια της ήτανε ολόφρεσκα, πρότεινε και σαλάτα χωριάτικη με τα λαχανικά του κήπου της και μια παγωμένη μπύρα που ταιριάζει στην ζέστη του Αυγούστου. Δεν φέραμε αντίρρηση, χαζεύαμε την θέα και χαιρόμαστε που ανακαλύψαμε αυτό το κρυμμένο ταβερνάκι. “Ολόκληρη η Κύπρος έτσι έπρεπε νάναι” είπα στο φίλο μου, “γεμάτη από ταβερνάκια που τα ραντίζει το κύμα”.

Η κ. Κούλα, αυτό ήτανε το όνομα της, κατέφθασε με τις σαλάτες και τα ψάρια και τις παγωμένες μπύρες. Άδειασε το δίσκο στο τραπέζι και ύστερα μας έπιασε στην κουβέντα για το πώς βρεθήκαμε από τα μέρη της. Πρόσφυγας από τον Άγιο Ανδρόνικο της Γιαλούσας η ίδια, “ο άντρας μου είναι από δω” μας εξήγησε και ύστερα μας είπε πως μετά τον πόλεμο πήγε για ένα διάστημα στην Αγγλία, αργότερα επέστρεψε εδώ στην Μανσούρα, βρήκανε αυτό το μέρος, ανοίξανε το ταβερνάκι, ο γιός της χτίστης, εκείνος βοηθησε να το φτιάξουνε. Οι γονείς της έμειναν εγκλωβισμένοι στην Γιαλούσα, όταν πέθαναν δεν της επιτράπηκε να πάει για να τους θάψει, “δεν έχω ιδέα που είναι θαμμένοι” μας είπε και ράγισε η φωνή της. Και ύστερα μας μίλησε για τα παιδιά της, τρείς γιοί, ο ένας έφυγε για Αγγλία, ο άλλος ετοιμάζεται να τον ακολουθήσει. “Δεν ήτανε έτσι η Κύπρος”, είπε μετά και δεν εννοούσε τους Τούρκους ούτε τον πόλεμο, εννοούσε όλα όσα επακολούθησαν, εκείνα δηλαδή που μας έφεραν μέχρι εδώ. “Κάποτε φεύγαμε γιατί ήτανε ο πόλεμος, τώρα ποιός είναι ο εχθρός”, ρώτησε με παράπονο και έφυγε πάλι για την κουζίνα, για να φέρει ακόμη δύο μπύρες.

Εμφανίστηκε ξανά κρατώντας ένα πιάτο γεμάτο με σύκα ‘αυτά από το μαγαζί” μας είπε και ξαναπήρε θέση όρθια πλάι στο απέναντι τραπέζι. “Τις προάλλες έτρωγε εδώ ένας από τους προέδρους των κομμάτων μας” είπε λέγοντας μάλιστα και το όνομα του. “Πήρα μια καρέκλα και κάθισα πλάι του και άρχισα να τον ρωτώ, να μου εξηγήσει, γιατί καταντήσαμε έτσι, γιατί φεύγουνε τα παιδιά μας, γιατί όλοι ξενιτεύονται για ένα κομμάτι ψωμί, γι’αυτά δεν φταίει ο πόλεμος, άλλοι φταίνε, αλλά κανείς δεν λέει ποιός φταίει και η ζωή περνά και τα πέντε μου εγγόνια δεν έχουνε πια μέλλον σ’αυτή την χώρα που έθαψα εγώ τους γονείς μου”. Έτσι του τα είπε, χωρίς αναπνοή, “ένα χεράκι” απάντηση βέβαια δεν πήρε αλλά και τί απάντησε να έπαιρνε. “Φάτε σύκα, μόλις τώρα τα έκοψα” επέμενε κόβοντας την κουβέντα και φτιάχνοντας ταυτόχρονα το ένα σκουλαρίκι της. “Εγώ δεν είμαι κάποιου κόμματος”, είπε αφού έφτιαξε το σκουλαρίκι “ούτε με ενδιαφέρουν τα κόμματα”, υπογράμμισε. “Εμένα εκείνο που με ενδιαφέρει είναι η ανθρωπιά. Όποιος από όλους αυτούς μου αποδείξει πως έχει λίγη ανθρωπιά εκείνον θα πιστέψω. Αλλά δεν βλέπω σε κανένα τους ανθρωπιά, σε κανέναν. Εγώ όμως πιστεύω μόνο στην ανθρωπιά” κατέληξε. Και λίγο πριν φύγουμε μας χάρισε από ένα μικρό γλαστράκι με βασιλικό για νάχουμε είπε την μυρωδιά του να μας θυμίζει το αυγουστιάτικο αυτό απόγευμα…

 

Back to top