Κατοικείται αυτό το νησί;

Δεν τον ένοιαζε το πού θα άνηκα αλλά το πώς να διακρίνω πού δεν πρέπει να ανήκω.

images
Back to top

Συνήθως ήταν τις Κυριακές το μεσημέρι μετά το φαγητό όταν ο πατέρας μου έριχνε σε ένα μικρό γυάλινο ποτήρι λίγη ζιβανία, άναβε την πίπα του και άρχισε να διηγείται ιστορίες. Ιστορίες μιας εποχής που για κείνον είχε πια οριστικά τελειώσει, αφήνοντας πίσω την γεύση μιας βαθύτατης πίκρας. Μιας πίκρας που εξακολουθει να κατοικεί μέσα στο βλέμμα του την ώρα που σιωπηλός πια ακούει τα δελτία ειδήσεων ή κάνει ζάππινγ στις επικαιρικές εκπομπές. Για κείνη την εποχή, λοιπόν, μου μιλούσε συχνά. Όπου υπήρχαν ανθρώποι που πίστευαν ακόμα σε ιδανικά και πρότασσαν το ήθος σαν την πιο σημαντική αξία της ζωής. Μου περιέγραφε περιστατικά και πρόσωπα, ήταν μάλιστα φορές που μιλούσε με στίχους του Μόντη, απάγγελε ολόκληρα ποιήματα απέξω. Και άλλωτε με γλαφυρό τρόπο προσπαθούσε να μου μεταδώσει τα χρώματα μιας γης που ήταν ακόμα γόνιμη, που μπορούσε δηλαδή να γεννήσει ανθρώπους με όραμα και ευγένεια. Κυρίως ευγένεια ψυχής.

Ομολογώ πως τότε δεν είχα συνείδηση της αξίας όλων εκείνων των αφηγήσεων που συνόδευαν τα κυριακάτικα μου γεύματα. Ήταν μάλιστα φορές που βαριόμουνα, μου πέφτανε λιγάκι βαριές αυτές οι ιστορίες, τις ένιωθα σαν μια ρετρό διαδρομή που δεν ταίριαζε στους ανήσυχους εφηβικούς μου περιπάτους. Εκείνος παρότι χωμένος μια ζωή στα πολιτικά του τόπου, οι ιστορίες που επέλεγε να μου αφηγείται δεν ήταν από κείνες που σε καθοδηγούν σε μια μονοδιάστατη γραμμή πλεύσης και πολιτικής τοποθέτησης. Δεν τον ένοιαζε το πού θα άνηκα αλλά το πώς να διακρίνω πού δεν πρέπει να ανήκω. Ίσως γι’αυτό επέλεγε να μου περιγράφει τον αγώνα της ΕΟΚΑ όχι παραθέτωντας μου τα ιστορικά γεγονότα, αλλά το μοιρολόγι του πατέρα του Παλληκαρίδη, το τραγουδιστό εκείνο μοιρολόγι που φανέρωνε το μεγαλείο της ψυχής του ανθρώπου. Ίσως γι’αυτό μου απάγγελε στίχους του Μηχανικού για να έχω κάποια μέρα τα εφόδια να ξεχωρίζω «αν είμαστε για ομορφιές και όνειρα ή αν είμαστε ταπεινοί ανθρώποι, με το βούρκο στην μύτη, με τη σάπια ψυχή». Για να ξέρω που πρέπει να τοποθετήσω τον πήχυ ώστε να έχω, αν μη τι άλλο, την ευαισθησία να διακρίνω τί σημαίνει προσφορά στον τόπο και τί σημαίνει καπηλεία της ιστορίας αυτού του τόπου.

Για χρόνια αντιδρούσα, έλεγα πως εγώ θέλω να βγω πάρα έξω, να διασχίσω θάλασσες, να παρατηρήσω άλλες καθημερινότητες και να περπατήσω χωρίς να με βαραίνουν οι κυριακάτικες ιστορίες. Μέχρι που ευτυχώς μεγάλωσα και συνειδητοποίησα πως χωρίς αυτές τις ιστορίες και την ιστορία, χωρίς το μοιρολοι του πατέρα του Παλλικαρίδη, χωρίς τους στίχους του Μόντη, χωρίς τον κόσμο του Διαμαντή, δεν θα ήμουνα σήμερα σε θέση να διακρίνω σε ποιανών το βλέμμα κατοικεί το ήθος και η ποιότητα. Και για να το θέσω πιο χειροπιαστά, δεν θα ήμουνα σε θέση να διακρίνω πως ο πρώην πολυαξιωματούχος Χριστόδουλος Χριστοδούλου, ο «αγωνιστής»-φοροδιαφυγάς δεν είναι απλά μια ακόμα είδηση η οποία θα περάσει από την επικαιρότητα και θα εξαφανιστεί σταδιακά από τις συνειδήσεις μας και από την κρίση μας. Δεν θα ήμουνα σε θέση να αντιληφθώ πως η περίπτωση Χριστόδουλου Χριστοδούλου ο οποίος σήμερα επικαλείται τον αγώνα του στην ΕΟΚΑ για να μετριάσει την ποινή του, δεν είναι απλά ένα ακόμα παράδειγμα της σαπίλας αυτού του κράτους αλλά κάτι πολύ πιο ουσιαστικό και πολύ πιο επικύνδινο: Είναι μια βαθειά ριζωμένη νοοτροπία η οποία έχει προ καιρού εξαφανίσει τον πήχυ, έχει εξαφανίσει το μέτρο, έχει εξαφανίσει την αξία κάθε ιστορίας που κάποτε συνόδευε τα κυριακάτικα μας γεύματα. Μια βαθειά ριζωμένη νοοτροπία η οποία συνθέτει την σημερινή μας πραγματικότητα και δεν μου αφήνει καμία άλλη επιλογή παρά να επαναφέρω τους εξής στίχους του Κώστα Μόντη: Τον στίχο «Κατοικείται αυτό το νησί;» σαν ένα κατεπείγον ερώτημα. Και τον στίχο «Εκκενώστε το νησί, ανάξιοι του, εκκενώστε το» σαν ένα κατεπείγον αίτημα.

 

 

 

Back to top