Καλοκαιρινά παιγνίδια

Και μετά πιάσαμε το sudoku. Γιατί ήτανε ατομικό. Ο καθένας μόνος του. 

images
Back to top

Πέντε συλλαβές. Έβαζε και το αρχικό. Και το τελευταίο γράμμα. Και έγερνε πίσω στο μαξιλάρι με ύφος νικητή. «Δεν πρόκειται να το βρεις» μου ψιθύριζε γλυκά μεν, αλλά την ίδια ώρα απολαμβάνοντας πρόωρα, το τρόπαιο της υπεροχής του (εκείνης που νόμιζε πως είχε). Και φρόντιζε αμέσως, να πάρει το μολύβι και να κάνει το σχεδιάγραμμα της θηλιάς (που προοριζότανε για μένα). Με παίδευε με τις λέξεις του. Τις περίπλοκες. Που τις θυμότανε και τις έγραφε με κενά γράμματα, για να με μπερδεύει, ώστε να νικάει στα σημεία. Δεν μ’ ένοιαζε. Ήξερα πάντα ότι η δική μου νίκη θα μετρούσε, πιο πολύ, στα σημεία στίξης. Στην τελεία για παράδειγμα, ή στο κόμμα ή στην παύλα που χωρίζει. Έτσι συχνά παραδεχόμουνα ήττα και τον άφηνα να με κρεμάσει πανηγυρίζοντας. Με σχεδιάζε άτσαλα, σαν σκιάχτρο, τα χέρια μου πιο μακριά από τα πόδια και τα μαλλιά μου τρείς ξέμπαρκες τρίχες να ανεμίζουν δεξιά κι’ αριστερά. «Αυτή είναι η εικόνα μου στο υποσυνείδητο σου;» τούλεγα χαριτωμένα «ή είσαι τόσο κακός ζωγράφος;» πρόσθετα για να αφαιρέσω την υπόνοια ανασφάλειας. Ναι είμαι κακός ζωγράφος και σύ ακόμα πιο κακή στην κρεμάλα, ήταν ο επίλογος του, λίγο πριν κλείσουμε τα φώτα και χωθούμε κάτω από το μαξιλάρι. Δεν ήμουνα κακή στην κρεμάλα. Τις λέξεις τις ήξερα. Αλλά κολλούσα συχνά σε ένα γράμμα. Εκείνο που έκανε δύο λέξεις που μοιάζανε, αντίθετες. Να διαλέξω, έλεγα, ανοχή ή αποχή για να κερδίσω; Να πιστέψω ότι πόνταρε με το εκούσια ή με το ακούσια στην δική του νίκη; Τέτοια με ταλαιπωρούσανε (για μήνες, για καιρό). Αλλά ήξερα να παίζω. Γιατί ήξερα και να κρεμάζομαι. Σε κείνο το περίγραμμα θηλιάς με το μολύβι καμωμένο, ήξερα μια χαρά να βάζω το λαιμό μου κι’ ας έμοιαζαν τα χέρια μου πιο μακριά και τα μαλλιά μου σαν καλώδια τεντωμένα…

Εγώ, από την άλλη, ξοδευόμουνα στα σταυρόλεξα. Με κάθετες και οριζόντιες έννοιες και μαύρα τετράγωνα που τις χωρίζανε. Δεν ήξερα τίποτα από γεωγραφία. Τα άφηνα κενά ελπίζοντας ότι θα μου δείξουν οι υπόλοιπες λέξεις, την χώρα που μου έλειπε, ή εκείνον τον ποταμό, που έπρεπε να διασχίσω για να καταφέρω να φεύγω με ευκολία από το κάθετο στο οριζόντιο και τούμπαλιν. Ούτε ιστορία θυμόμουνα ιδιαίτερα. Την βαριόμουνα και με εξόργιζε. Έτσι για την ιστορία μου, πολλές φορές έμεινα κολλημένη δίπλα στο μαύρο τετράγωνο και παραδίπλα να μου λείπει μόνο μια πρόθεση. Ανά, κατά, διά αυτές, των οποίων η προσθήκη ήταν αρκετή, για να την βρώ την λύση. Μα δεν την έβρισκα, γιατί δεν ήξερα ποια πρόθεση μου ταίριαζε κάθε φορά. Πολλά βράδια τα χαλάλησα στα τετράγωνα. Και στα πλαίσια. Και μέσα σ’ αυτά να βασανιέμαι για να μαυρίσω τα κενά κουτιά, με ένα γράμμα.

Κι’ ύστερα τα βαρέθηκα και τα σταυρόλεξα και τις κρεμάλες. Εκείνος έμεινε χωρίς συνπαίχτη άρα δεν είχε πια ποιον να νικήσει, αρα δεν είχε νόημα να παίζει, άρα δεν είχε νόημα να μείνει. Κι’ έφυγε. Και γώ μετά από κάθε αναχώρηση, χωρισμό ή αποχωρισμό για κάποιο αδιευκρίνιστο λόγο διάλεγα το ίδιο παιγνίδι. Εκείνο, που στα μικρά περιοδικά ΤΕΣΤ είχε πάντα τον τίτλο «Βρείτε τις διαφορές». Δύο όμοιες εικόνες, αλλά της μιας κάτι της έλειπε. Κάτι είχε ήδη αφαιρεθεί, μα ήτανε τόσο μικρό και αδιόρατο που σχεδόν δεν φαινόταν με την πρώτη. Έπρεπε δηλαδή να το ψάξω. Να ψάξω τι χάθηκε και άλλαξε το σκηνικό και ποια λεπτομέρεια διαφοροποιούσε το ένα μου κάδρο από το άλλο. Μέχρι που μίκρυνε το βλέμμα μου από το πέρα-δώθε στην μια μικρή προεξοχή και στην απουσία της δίπλα εσοχής και μου φαινόταν όλα ίδια. Το παραίτησα κι’ αυτό. Προτιμούσα να αράζω σε βεράντες καλοκαιριάτικα ή σε παραλίες μέχρι αργά το βράδυ να πίνω φραπέδες και να χωρίζω με τους κολλητούς μου οικόπεδα. Φανταστικά. Έτσι για την πλάκα μας. Να περιγράφω το σπίτι που χτίζω στο κομμάτι μου. Πούχει, λέει, ένα τεράστιο κήπο και είναι όλο τζάμια και είναι ξύλινο και κρέμονται πορτοκαλιές κουρτίνες όπως τα σπίτια στο Μαρόκο και έχει, λέει, και ένα ανεμιστήρα, από κείνο που διώχνει τα κουνούπια, μα δεν σου αλλάζει τον άερα. Κι’ ο άλλος επέμενε στην έπαυλη του, που είχε και μια μεγάλη πισίνα και ένα τζακούζι παραδίπλα και ήτανε με ψιλό μαντρότοιχο γύρω-γύρω να μην κοιτάει κανείς, να μην ρωτάει κανείς, φτάνει πια με τις ερωτήσεις. Έτσι παίζαμε μια φανταστική μονόπωλη για μεγάλους. Χωρίς πιόνια και χωρίς ψεύτικα λεφτά. Μα με κάμποσες υπέροχες ψευτιές, που σου φτιάχνουνε την μέρα, γιατί είναι ανώδυνες και δροσιστικές, σαν τεράστιο χρωματιστό παγωτό. Κι’ αφού χτίσαμε εκτάσεις και εκτάσεις και κερδίσαμε όλα τα τετραγωνικά μας (και κείνα που δεν μας χώρεσαν, αλλά και τ’ αλλα που μας πέσανε μεγάλα) αλλάξαμε παιγνίδι.

Πιάσαμε sudoku. Γιατί ήτανε ατομικό. Ο καθένας μόνος του. Να λογαριάζεται με τους αριθμούς του και να γράφει με μολύβι, μέσα και έξω από τα τετράγωνα του, τα σύν και τα πλήν του. Με ζητούμενο να φτάσει πάντα στο ίδιο αποτέλεσμα. Αλλά με διαφορετικές πράξεις. Χρησιμοποιώντας διαφορετικούς συνδυασμούς. Λογαριάζοντας τα δίπλα του και τα πριν και τα μετά του, για να αποφεύγει την επανάληψη. Να παίζει με τον ίδιο αριθμό αλλά σε άλλη θέση, δηλαδή να αποφεύγει το ίδιο κάθε φορά, για να αποφύγει έτσι και το λάθος. Αρχίσαμε από το εύκολο, μετά στο μέτριο. Στο δύσκολο, δυσκολέψανε όλα. Γιατί έλειπαν περισσότερα δεδομένα και έπρεπε να βασιστούμε σε περισσότερες υποθέσεις. Μα τέτοιες ζήσαμε πολλές. Προτάσεις με υποθετικό μπροστά και μας έπεφτε λιγάκι δύσκολο να αρκεστούμε στα ελάχιστα δεδομένα, για να μπούμε σε καινούργιους συνδυασμούς. Μεγαλώσαμε πια…

Δεν μου πήγαινε άλλο, αυτό το παιγνίδι. Το παράτησα για να πιάσω τα ζάρια και να ανοίξω το παλιό μου τάβλι, εκείνο που γόρασα, θυμάμαι, από μια υπαίρθια αγορά στην Ιερουσαλήμ. Σκαλιστό, με υπέροχες πέτρες. Μάζευα τις πέτρες μου και περίμενα στην κάθε ζαριά να κλείσω πόρτα. Για να προχωρήσω μπροστά. Αφήνοντας τον άλλο να σκουντουφλάει στις πόρτες που κλείσανε και στους δρόμους που με κλείνανε και με αφήνανε στάσιμη στην ίδια πλευρά. Έκλεινα τα ζάρια στην χούφτα μου και τα κουνούσα ώρα, για να ζαλίσω τις εξάρες και να μου κάτσουνε όταν έπρεπε, δηλαδή την ώρα που θα με γλιτώνανε από την ήττα κι’ ας ήτανε θέμα τύχης και όχι στρατηγικής. Δεν θυμάμαι να με γλιτώνανε συχνά οι στρατηγικές, παρότι σε κείνες πίστευα πιο πολύ, μέχρι που άρχισα να λαχταρώ πια την ζαριά της τύχης. Η πόρτα έπρεπε να κλείσει…

Και νάμαι τώρα εδώ…Στις πρώτες μέρες ενός ακόμα Ιούλη. Να παίζω ένα ακόμα παιγνίδι. Κάπου σε μια παραλία. Που νάχει ήλιο και αντιηλιακό και παγωμένο φραπέ και μια γαλάζια θάλασσα. Τίποτα άλλο να μην έχει. Και γώ να κάθομαι λέει κάτω από ένα ίσκιο και να ενώνω τις τελείες μου. Πούχουνε η κάθε μία τον αριθμό της. Ξέχωρο και ξεχωριστό. Παίρνω ένα μολύβι, χοντρό μολύβι, από κείνα που δεν έχουνε σβηστήρι στην άκρη, ξυσμένο με μαχαίρι αιχμηρό, παίρνω εκείνο το μολύβι και τραβάω τις γραμμές από την μια τελεία στην άλλη. Με αγωνία. Να δώ ποια νάναι άραγε είναι η εικόνα που βγαίνει όταν πια αποφασίσω να ενώσω όλες τις δικές μου τελείες. Ό,τι τέλειωσε δηλαδή, ό,τι το τέλειωσα και ό,τι με τέλειωσε. Για να νικήσω επιτέλους πια, στα σημεία στίξης τον μοναδικό μου αντίπαλο…Τον εαυτό μου!

Back to top