To κάρμα των παπουτσιών

Κοίταξα το ασημένιο δαχτυλίδι στο πόδι μου, κοίταξα και τη θάλασσα και ήμουνα σίγουρη πια πως εγώ ήδη φορούσα τη ζωή μου.

images
Back to top

«Θέλεις να το δοκιμάσεις;» με ρώτησε. Να το δοκιμάσω, επανέλαβα και χαμογέλασα. Μου έδωσε το μικρό δαχτυλίδι με τα τρία χαραγμένα ψαράκια και γω αμήχανα άρχισα να σκουπίζω το πόδι μου, να καθαρίσει από την άμμο. Κι ύστερα κάθισα σταυροπόδι, σε ένα μεγάλο μαξιλάρι που υπήρχε στο πάτωμα, πήρα το δακτυλίδι και το έβαλα στο μεσαίο δάχτυλο του ποδιού μου. «Υπέροχο» μου είπε και γω έμεινα να το χαζεύω λες και αγόραζα ένα καινούριο γοβάκι. Ήταν μια μέρα που έμοιαζε με παραμύθι γι’ αυτό σκέφτηκα πως και έπρεπε να φορέσω στο πόδι μου ένα δαχτυλίδι. Να περπατάω ξυπόλητη στα μικρά μονοπάτια εκείνου του νησιού και να γυαλίζουν τα τρία χαραγμένα ψαράκια, στο μεσαίο μου δάχτυλο. Πλήρωσα, τον ευχαρίστησα και έφυγα. Περπάτησα μέχρι την παραλία και άναψα ένα τσιγάρο περιμένοντας τη μικρή βάρκα που θα με πήγαινε στο απέναντι νησάκι. Κοίταξα ακόμα μια φορά το ασημένιο μου γοβάκι και σκέφτηκα πως το βράδυ, όταν θα πηγαίναμε σε κείνο το μπαρ πάνω στους βράχους, θα σταματούσα πια να παίζω, εκείνο το παιχνίδι. Το παιχνίδι με το κάρμα των παπουτσιών.

Το κάρμα των παπουτσιών. Μόλις το είχα πρωτοακούσει μου φάνηκε αστείο. Κάτι σαν μαγικό, σαν ξόρκι, μα ύστερα μου το εξήγησαν. Πως σ’ αυτό το εξωτικό νησί, επειδή όπου κι αν πας πρέπει να ’σαι ξυπόλητος, αφήνεις πάντα τα παπούτσια σου στην είσοδο. Κι ύστερα, φεύγοντας μπορεί να μην τα βρεις ποτέ ξανά. Μπορεί να τα φοράει κάποιος άλλος, μα δεν θα ’χει σημασία,  γιατί και συ μπορείς να φορέσεις τα παπούτσια αλλωνών. Και έτσι τα παπούτσια αλλάζουνε πόδια, αλλάζουνε τύχες, αλλάζουνε ζωές. Γι’ αυτό και όλοι εδώ μιλάνε για το κάρμα των παπουτσιών, με μια διάθεση μυστηρίου, λες και είναι ένας τρόπος να προκαλέσεις την τύχη σου ή τη ζωή σου. Άκουγα την ιστορία και μου φαινότανε σχεδόν εξωπραγματική. Όσο όμως περνούσαν οι μέρες, συνειδητοποιούσα πως αυτό ήθελα να γίνει το παιχνίδι μου. Είχα αποκτήσει μια διαστροφική σχεδόν εμμονή να αλλάζω κάθε βράδυ παπούτσια. Να φεύγω από το μπαρ με διαφορετικά πέδιλα και με την πεποίθηση πως αλλάζοντας παπούτσια, θα μπορούσα να ζήσω για λίγο στις ζωές των άλλων. Να περπατώ στα δικά τους βήματα και να ανακαλύπτω πού ήθελαν να τους βγάλει ο δρόμος. Φρόντιζα, μάλιστα, να μαρκάρω σε ποιον ανήκε το κάθε ζευγάρι. Παρακολουθούσα πού τοποθετούσε ο καθένας τα δικά του, ώστε να ξέρω ποιου τη ζωή θα δανειζόμουν. Δεν ήμουν ένας απλός κλέφτης παπουτσιών. Είχα μετατραπεί σε έναν κλέφτη ζωών.

Είχα πάντα αυτή τη «διαστροφή». Παρατηρούσα, θυμάμαι, από το μπαλκόνι μου, τα απέναντι μπαλκόνια και προσπαθούσα να φανταστώ πώς ζούνε τις ζωές τους οι άνθρωποι όταν κατεβάζουν τις κουρτίνες. Ήθελα να έχω εκείνο το μαγικό ραβδί που θα με έκανε αόρατη, έτσι ώστε να τρυπώνω πίσω από τις κλειστές πόρτες και να ακούω τις καθημερινές σκέψεις των άλλων, ακόμα και όταν δεν τις ομολογούσαν, να κοιτώ την έκφρασή τους όταν δεν τους κοιτάει κανείς και να παρακολουθώ τις χειρονομίες τους, όταν πια η μέρα δεν είχε τη δύναμη να τους αποσπάσει την προσοχή από τη ζωή. Ήταν πολλά τα καλοκαιρινά βράδια που την έβγαζα στη βεράντα καθισμένη, εκεί στην άσπρη ξεθωριασμένη καρέκλα να προσπαθώ να διακρίνω τις ζωές, στις απέναντι πολυκατοικίες. Τις ζωές των άλλων. Και να που τώρα, σ’ αυτό εδώ το νησί είχα βρει το κάρμα των παπουτσιών.

Έβαζα τα πόδια μου στις μαύρες σαγιονάρες του Αντρέα, έκλεινα τα μάτια μου και φανταζόμουνα πως με ένα μαγικό τρόπο έμπαινα ήδη στο μυαλό του, πως σερνόμουνα μέχρι το δωμάτιό του, τραγουδώντας ιταλικά τραγούδια. Και ύστερα πως έγερνα στο μαξιλάρι του και λίγο πριν κοιμηθώ έκανα την ίδια υπόσχεση. Πως όταν γυρίσω πίσω στο Μιλάνο θα ζητήσω συγνώμη από τη Φραντζέσκα που την παράτησα, γιατί με ρώτησε αν την αγαπώ και γω  φοβήθηκα. Το επόμενο βράδυ σημάδευα τα δερμάτινα σανδάλια του Μπεν και διερωτώμουνα αν θα μου αποκάλυπταν, μόλις τα έβαζα στα πόδια μου, γιατί το ίδιο απόγευμα εκείνος έκλαιγε, καθώς κοιτούσε τη θάλασσα. Κι ύστερα ήθελα να φορέσω τα λαστιχένια παπούτσια της Κριστίν για να με πάνε μέχρι την Αμερική, σε ένα σπίτι λευκό με μεγάλη αυλή και γρασίδι και μυρωδιές από σπιτικά κέικ και τη μάνα της να απλώνει τα ρούχα στην πίσω βεράντα και να της φωνάζει πως είναι καιρός να βρει ένα παιδί να την παντρευτεί. Κι ύστερα θα έκλεβα, εκείνα του Κώστα. Που ήτανε με σχέδια και περίεργα χρώματα και που ήμουνα σίγουρη πως θα με πήγαιναν σε όλους του τους φόβους, που τους ζωγράφιζε τα βράδια και τους ξόρκιζε με χρωματιστά λουλούδια σε λευκά χαρτόνια, και έτσι ποτέ δεν μιλούσε γι’ αυτούς. Και μετά θα φορούσα, αυτό είχα σκοπό να κάνω, τα πέδιλα της Άννας, για να μάθω αν κι αυτή βρισκότανε εδώ γιατί ήθελε κάτι ή κάποιον, να πεθυμήσει. Έπαιζα, λοιπόν, αυτό το παιχνίδι για μέρες. Φορώντας στα πόδια μου τις ζωές των άλλων. Και γυρνώντας τα βράδια στις σκέψεις τους και στα καθημερινά τους μυστικά. Στα μαξιλάρια με τα όνειρά τους και στα σεντόνια με τους ανήσυχους ή τους ήσυχους τους ύπνους.  

«Θέλεις να το δοκιμάσεις;» με ρώτησε. Γύρισα και τον κοίταξα με χαμόγελο. Είχε ξανθά μακριά μαλλιά και ξανθά μάτια. Δεν ξέρω πώς γίνεται αυτό, αλλά δεν μπορώ αλλιώς να περιγράψω το χρώμα των ματιών του. Ήτανε ξανθό σαν χρυσό. Σκούπισα την άμμο από το πόδι μου και φόρεσα το ασημένιο δαχτυλίδι με τα τρία ψαράκια. Μου πρόσφερε τσιγάρο, με ρώτησε από πού είμαι, μου είπε πως εκείνος ζει τώρα σε άλλη χώρα από τη δική του, δεν ξέρει για πόσο ακόμα, μα δεν είχε σημασία. Μου είπε κι άλλα και γω του έλεγα διάφορα, μα σκεφτόμουνα πως εκείνο που ήθελα να του πω, καθώς φορούσα το μικρό ασημένιο δακτυλίδι, ήταν πως θέλω να με πάρει μαζί του και να ζήσουμε σε ένα μικρό σπιτάκι στην άγνωστη χώρα. Κι ας μη με ξέρει, κι ας μην ξέρω να μιλώ τη γλώσσα του, ήξερα, ωστόσο,  μια φράση που σήμαινε «σήμερα είναι η μέρα»… Δεν είπα τίποτα από όλα αυτά, μα αισθανόμουνα πως θα μπορούσα να τα είχα πει και ακόμη περισσότερο πως θα μπορούσα να τα είχα κάνει. Να φύγω ξαφνικά με έναν άγνωστο απλά και μόνο γιατί είχε μακριά ξανθά μαλλιά και ξανθά μάτια και να ζήσω μαζί του σε μια άγνωστη χώρα, τη δική μου ζωή.

Πλήρωσα, τον ευχαρίστησα και έφυγα. Φεύγοντας, άφησα τα παπούτσια μου στην είσοδο του καταστήματος, για να βρούνε το δικό τους κάρμα. Κοίταξα το ασημένιο δαχτυλίδι στο πόδι μου, κοίταξα και τη θάλασσα και ήμουνα σίγουρη πια πως εγώ ήδη φορούσα τη ζωή μου.

(ΥΓ. Γεννήθηκα έναν Απρίλη)

Back to top