Δεν δικαιούσαι να γεράσεις

Δεν έχουν το δικαίωμα να “παίζουν” με το χρόνο ανθρώπων, που δεν έχουν τον χρόνο πια να παίξουν.

images
Back to top

8.30 το πρωί, στα εξωτερικά ιατρεία του νοσοκομείου. Η επιστολή το λέει ξεκάθαρα πώς ο προεγχειρητικός έλεγχος είναι χρονοβόρος. Μπορεί να διαρκέσει μέχρι και τις δύο το μεσημέρι. Επισημαίνεται μάλιστα με υπογραμμισμένες τις λέξεις, σαν μια προειδοποίηση με την οποία οφείλει ο ασθενής να συμβιβαστεί. Ακονίζω την υπομονή μου και αποφασίζω πως αυτή την φορά δεν θα πάω κόντρα στα δεδομένα. Τί νόημα έχει άλλωστε, εκείνο που προέχει είναι να κάνω ό,τι χρειάζεται για να τον διευκολύνω. Του λέω να καθίσει σε μια καρέκλα, τα πόδια του είναι τόσο αδύναμα που του είναι αδύνατον να στέκεται πάνω από πέντε λεπτά. Τον καθησυχάζω πως θα τα τακτοποιήσω όλα  και πώς δεν χρειάζεται να κάνει τίποτα εκτός από υπομονή. Του φέρνω ένα μπουκαλάκι νερό και ύστερα παίρνω θέση στην ουρά εγγραφής εξωτερικών ασθενών. Οι περισσότεροι γύρω μου είναι ηλικιωμένοι, ταλαίπωροι, χωρίς καμία δυνατότητα να απαλαγούν από αυτή την επώδυνη διαδικασία.

Και όταν λέω επώδυνη δεν εννοώ την αναμονή, ούτε την ορθοστασία αλλά την θλιβερή διαπίστωση πώς σ’αυτή την χώρα δεν δικαιούσαι να γεράσεις. Δεν υπάρχει αυτό το δικαίωμα. Δεν προσφέρεται καμία διευκόλυνση, η οποία να υπαγορεύει την επιπλέον φροντίδα που θάπρεπε να απολαμβάνει ο καθένας που βρίσκεται στην τρίτη ηλικία. Δεν υπάρχει αυτή η πρόνοια, δεν νοιάστηκε κανείς κρατικός φορέας να την αναγάγει σε οφειλή και υποχρέωση, ούτε και να την ορίσει σαν ένδειξη σεβασμού απέναντι στην ίδια την ζωή. Ειδικά όταν αυτή η ζωή κλείνει σιγά σιγά τον κύκλο της.

Μπροστά μου μια κυρία που στηρίζεται σε ένα μπαστούνι μου λέει πώς ήρθε από την Χλώρακα, ξύπνησε στις πέντε το πρωί για να προλάβει, πήρε το λεωφορείο δεν υπήρχε κανείς να την φέρει μέχρι εδώ, τα παιδιά της εργάζονται. Μου λέει πώς τα γηρατειά είναι άσχημο πράγμα και πώς κανείς δεν μπορεί να καταλάβει άν δεν βρίσκεται ήδη εκεί. Δεν λέω τίποτα. Δεν ξέρω τί να πω. Συνεχίζω να παρατηρώ γύρω μου. Εστιάζω στα μάτια τους, στα ρυτιδιασμένα χέρια τους, στο γερασμένο κορμί τους, στα άσπρα μαλλιά τους. Θάθελα πολύ να μπορουσα να διαβάσω την σκέψη τους όχι από περιέργεια αλλά από μια ανάγκη να κατανοήσω πώς διυλίζεται μέσα τους όλη αυτή η αναμονή που τους κλειδώνει ακόμη περισσότερο μέσα σε ένα περιθώριο. Δεν έχεις δικαίωμα να γεράσεις σ’αυτή την χώρα, επαναλαμβάνω σαν μουρμουρητό όση ώρα περιμένω. Πότε πότε ρίχνω μια ματιά προς την κατεύνθυση που τον έχω βάλει να καθίσει. Τον βλέπω με το κεφάλι σκυφτό και τους ώμους συρρικνωμένους και διασθάνομαι την ματαιότητα που του βαραίνει το σβέρκο. Διαβάζω ξανά την προειδοποίηση στην επιστολή που κρατώ, πώς αυτή “η διαδικασία είναι χρονοβόρα” και πραγματικά διερωτώμαι άν εκείνοι που την συνέταξαν αλλά και όλοι όσοι συνέβαλαν ώστε αυτή η προειδοποίηση να αποτελεί την μοναδική επιλογή που προσφέρει το κρατικό σύστημα υγείας, είχαν έστω και για μια στιγμή την συνείδηση να αντιληφθούν πώς δεν έχουν το δικαίωμα να “παίζουν” με το χρόνο ανθρώπων που δεν έχουν τον χρόνο πια να παίξουν. Και πώς η κάθε μια γερασμένη ζωή που υποβάλλεται σ’αυτή την αναμονή δεν έχει ούτε ένα λεπτό περίσσιο να διαθέσει, ούτε καν για να ελπίσει πώς αυτό το κράτος θα αποκτήσει μια μέρα συνείδηση και παιδεία ώστε να σεβαστεί το χρόνο ανθρώπων που τους τελειώνει ο χρόνος.

Κοιτάζω το ρολόι μου. Έχει ήδη πάει δύο το μεσημέρι. Εκείνος δεν αντέχει άλλο. Με παρακαλεί να φύγουμε. Τον ακουμπάω στον ώμο και του λέω να κάνει ακόμη λίγη υπομονή νιώθωντας ήδη ένοχη. Ένοχη που χρόνια τώρα ανέχτηκα ένα κράτος το οποίο το μόνο που κατάφερε είναι να σε φορτώνει στο τέλος της ζωής σου μ’αυτή την πίκρα: Πώς τελικά δεν νοιάστηκε καμμιά στιγμή για σένα.

 

 

 

 

Back to top