Άντης Ιωαννίδης

Ένα απόγευμα, κάπου σε ένα κήπο μαγικό, ο Άντης Ιωαννίδης μου χάρισε μια ώρα ιερή.

images
Back to top

Καθόμαστε στο μαγικό κήπο της Κυριακής και του Γιώργου. Απόγευμα μιας ανοιξιάτικης μέρας. Φυσάει λίγο, τόσο ώστε να ανεμίζουν τα λευκά μαλλιά του και να σμίγει η μυρωδιά τους με κείνη των λουλουδιών. Με ρωτάει πως είναι ο πατέρας μου, τον ήξερε κάποτε τον πατέρα μου καλά, από τους λίγους ιδεολόγους, μου λέει, το ξέρω, του απαντάω, ίσως γι’αυτό πια είναι βυθισμένος στην σιωπή, συμπληρώνω δειλά. Διερωτώμαι άν αυτό είναι ένα κόστος που πληρώνουνε οι ιδεολόγοι, μουρμουρίζω. “Είναι η ώρα που ολοκληρώνεται ένας δρόμος και γι’αυτό ο άνθρωπος εστράφη προς τα μέσα. Αυτή να ξέρεις, είναι μια ώρα ιερή”. Τον κοιτάζω χωρίς να μιλώ, το συναισθάνομαι ήδη, ότι μαζί του μοιράζομαι ένα πολύτιμο απόγευμα, από κείνα που οι σιωπές φανερώνουν ό,τι βρίσκεται πιο πέρα από τις λέξεις.

Με ρωτάει άν θέλω καφέ. Και αμέσως μετά με ρωτάει άν είναι για συνέντευξη που ήθελα να τον συναντήσω. Όχι, του λέω κι’αυτό το όχι το τονίζω, δεν θέλω συνέντευξη, νιώθω πως δεν του ταιριάζει αυτή η συνθήκη. Να παίρνω μόνο σημειώσεις από τα λόγια σου, αυτό θέλω, αυτό θέλει και κείνος. “Είναι πιο όμορφο να μιλάμε για λουλούδια κι’ανθρώπους”, μου λέει. Γι’αυτά θέλει να μιλήσουμε. Και για το πόσο συγκλονίζεται σύγκορμος κάθε φορά που βλέπει ένα ηλικιωμένο ζευγάρι να κρατάει χέρια. Αυτό είναι…ψυθιρίζει. Να χαρίζεσαι. Να ξέρεις να χαρίζεσαι. Γι’αυτό και μια τέτοια εικόνα ενδυναμώνει μέσα του μια βαθειά του πίστη…

Πώς είναι εκεί που ζείς; τον ρωτώ. “Είναι όμορφα. Αλλά νιώθω ξένος”. Και εδώ; Εδώ έχει απορίες, λείπει πάνω από 20 χρόνια, δεν ξέρει πια, λέει, πως είμαστε εμείς εδώ. Με ρωτάει…Δεν ξέρω να του απαντήσω με βεβαιότητα. Του λέω μόνο πως αισθάνομαι. Πως δεν ξέρουμε ποιοί είμαστε. Και ούτε καν νοιαζόμαστε να ψάξουμε μια απάντηση. Εκείνος στεναχωριέται. Στεναχωριέται και όταν έρχεται αλλά και άμα φεύγει. Γι’αυτό και θέλει αυτή η μετάβαση, από τον ένα τόπο στον άλλον, να γίνεται πριν πέσει το δειλινό. “Δεν ταξιδεύω πια νύχτες”, μου λέει. “Κάνουνε πιο δύσκολη αυτή την μετάβαση”. Γι’αυτό προτιμά να την κάνει όσο έχει ακόμα φως, όσο δηλαδή μπορεί να πάρει μαζί του ένα χρώμα από τον ένα τόπο και το ρίξει στον άλλον.

-Πόσο χρονών είσαι Άντη;

-Κοντεύω τα ογδόντα. Είμαι εβδομηντά εννέα και τεσσάρων μηνών.

-Πώς είναι να είσαι εβδομήντα εννέα και τεσσάρων μηνών;

(σιωπή)

-Ξέρεις ποιό είναι το πρόβλημα μαζί μου;

- Ποιό;

-Ότι έβλεπα πάντα από πριν τα γεγονότα. Προέτρεχα πάντα του παρόντος. Είχα αυτή την μνήμη του προορισμού μου. Ήξερα την έκβαση. Και ένιωθα πάντα ότι δεν θα προλάβαινα. Το κάθε μου έργο το δούλευα λες και ήταν η τελευταία φορά. Γιατί ήξερα το μέγεθος αλλά ταυτόχρονα και την μοίρα του μεγέθους.

“Είχα πάντα μια διαίσθηση μεγάλη”, λέει μετά. “Περπατούσα στους δρόμους, τότε που δεν είχαμε ακόμα αυτοκίνητα και ήξερα από πριν, ποιά πόρτα αν χτυπούσα θα μου άνοιγαν”.

Ποιά λέξη ταιριάζει άραγε σ’αυτή του την ικανότητα; διερωτώμαι. Χάρισμα; Ευαισθησία; Μνήμη του προορισμού μας; Αυτό άραγε εννοεί; Του λέω πως κάποτε ο πατέρας μου, μου είπε πως είναι χάρισμα και κατάρα μαζί. Γιατί μια τέτοια ευαισθησία σε φέρνει σε διαρκή σύγκρουση με την σκληρή πραγματικότητα. Πως άραγε διαχειρίστηκε ο ίδιος αυτή την σύγκρουση; σκέφομαι. Διαλέγω, όμως, να μην τον ρωτήσω…Εκείνος με προλαβαίνει. Με τον τρόπο ίσως που ξέρει να προτρέχει του παρόντος…

-“Θαυμάζω τους ανθρώπους που μένουν ανάλαχτοι”, λέει

- Ανάλαχτοι;

- Που δεν αλλάζουν. Δεν εννοώ αυτούς με τις παρωπίδες, δεν εννοώ αυτούς που δεν βλέπουν τί γίνεται γύρω τους. Εννοώ πως παρότι βλέπουν, ξέρουν ποιός είναι ο δικό τους δρόμος. Ψάχνουν στο κήπο των ανθρώπων και των ιδεών, το δικό τους άνθος. Δεν γίνονται μαιτανοί. Δεν γίνονται εποχιακοί. Δεν γίνονται μάζα. Πολτός. Βρίσκουνε το δικό τους άνθος.

Οι άνθρωποι πια δεν ψάχνουν το δικό τους λουλούδι, του λέω. Γιατί έχουνε ξεχάσει την μοίρα τους, μου απαντάει σιγανά, και έγιναν πλεονέκτες.

Πιστός στο δικό του άνθος. Γιατί μόνο έτσι μπορεί κανείς να πεθάνει. Τόπε ένας φιλόσοφος, μου λέει, δεν θυμάται άν είναι ο Μπωντλάιρ ή άλλος. Πως “όλα αυτά τα έκανα για να μπορέσω να πεθάνω”. Και ο ίδιος; Αυτό άραγε αισθάνεται;

“Έζησα επί ιδίω κινδύνο”, μου λέει, “προς χάριν αυτού του ανοίγματος ψυχής. Για νάμαι σε σχέση με την ουσία μου”.

Σε σχέση με την ουσία μου…Το σημειώνω. Με βλέπει. Ξέρει πως θα το υπογραμμίσω, γι’αυτό κάνει παύση, περιμένει να γράψω την φράση καθαρά. Και μετά συνεχίζει…

“Ήθελα να χαριστώ σ’αυτό και να τα πάρει όλα, τα χρόνια μου, την προσμονή μου, την αντοχή μου, το εγώ μου …”

Κοιτάζει τον κήπο. Και ύστερα φέρνει το βλέμμα του πίσω σε μένα συνεχίζοντας…

“Το έργο…το πώς το ξεκίνησες…από ένα σημείο και μετά…δεν φαίνεται…είναι μέσα εκεί κρυμμένο….Είναι θέμα ανασκαφής να βρεις το πως ξεκίνησες…Είναι μεγάλη ζωή εσωτερική αυτή κι’αυτήν πρέπει να την εφαρμόσεις και στο έξω σου…Κάνοντας ένα έργο είναι ένας διαρκής διαλογισμός. Για να βρεις το μυστήριο. Να βρεις αυτό που είναι πέραν…Πρέπει να υποστείς ο ίδιος αυτή την διαδικασία…”

Ζει μόνος του. Επέλεξε την απόλυτη μοναξιά. Μπήκε συνειδητά σ’αυτή την ασκητική. Έτσι την ονομάζει. Ασκητική. “Εκεί που ζω δεν ακούγεται ούτε σκυλί” μου λέει.

Και ύστερα σηκώνεται από την καρέκλα, περπαταέι μέχρι το τραπέζι και παίρνει ένα μικρό βιβλίο που είναι εκεί τοποθετημένο ώρα τώρα, λες και κρυφακούει την κουβέντα μας.Μου το φέρνει κοντά, αύριο στην εκδήλωση θάχω ένα και για τον πατέρα σου, μου λέει. Είναι το δικό του βιβλίο.  Το ποιήμα του. Διάβάζω τον τίτλο δυνατά. “Απατρις ύπνος”.

Ο ύπνος δεν έχει πατρίδα; τον ρωτάω.

Έχει πατρίδα ο ύπνος βρε Ελένη μου; Δεν έχει.  

Δεν ήξερε ότι μπορούσε να γράψει μου λέει. Ένιωθε ότι δεν μορφώθηκε αρκετά για να μπορεί να γράψει, ομολογεί. Έγραφε μόνο μικρές σημειώσεις. Για χρόνια.

“ Τις έγραφα όπου έβρισκα. Σε κανονισμένα χαρτάκια, σε ακανόνιστα, σε χαρτοπετσέτες, όπου φανταστείς. Και τα πέταγα. Ή νόμιζα τουλάχιστον ότι πεταγόντουσαν. Αλλά πολλές από αυτές τις μικρές σημειώσεις τις μάζευε ο Λίνος. Για χρόνια. Και κάποια στιγμή μου τις έφερε όλες μαζί. Και τότε…”

Τότε ανακινήθηκε κάτι μέσα του. Τότε μπήκε στην ασκητική του. Γιατί διαβάζοντας όλες εκείνες τις μικρές σημειώσεις που έγραφε στα χρόνια ένιωσε πως έπρεπε να ψάξει τί κρυβόταν πίσω από αυτές.

-Και τί κρυβόταν;

-Τίποτα άλλο από την μοίρα του ανθρώπου…

Με τον ίδιο τρόπο ζωγραφίζει. Έτσι μου λέει. Πως σταδιακά μαζεύει τα πράγματα και ύστερα τα συνθέτει. Νιώθει πως το γράψιμο είναι παράγωγο της ζωγραφικής του διαδικασίας, η οποία, λέει, ήτανε πάντοτε σιωπηλή…Η ζωγραφική είναι η τέχνη της σιωπής, μου λέει. Γι’αυτό και κάποτε σε μια από κείνες τις σημειώσεις του έγραψε για την σιωπή των γραμμάτων και των σχημάτων.

- Πώς είναι αυτή η σιωπή;

- Αν την προσπεράσεις δεν θα σου φωνάξει. Κι’αν την δεις δεν θα σου μιλήσει. Αλλά άμα την κοιτάξεις θα τεθούν σε λειτουργία άλλες αισθήσεις σου…

(σιωπή)

“Με ρωτάς πως νιώθω που μεγάλωσα. Ξέρεις κάτι; Όπως νιώθω τώρα ένιωθα και όταν ήμουνα παιδί….(σιωπή)…Τα χρόνια της αθωότητας…Αυτή την μνήμη πρέπει νάχουμε Ελένη μου. Μόνο προς τα πίσω έχουμε να πάμε για να βρει ο καθένας τον δικό του κήπο”

-Και πώς κρατάμε αυτή την μνήμη; τον ρωτάω

- “Η μνήμη φεύγει, αλλά μένει η αίσθηση της. Είναι μια άλλη παρουσία, μια άλλη βεβαίωση…”

Σηκώνομαι και τον αγκαλιάζω σφικτά. Με αγκαλιάζει πίσω. Συγκινείται. Συγκινούμαι. Και αποχαιρετιόμαστε. Στο επανειδείν...

Back to top